Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
52 εγγραφές [21 - 30] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εκτονώνω [ektonóno] -ομαι Ρ1 : 1. εξασθενίζω μια εσωτερική φυσική δύναμη με σταδιακή και ελεγχόμενη απελευθέρωσή της: Εκτονώνεται η εσωτερική πίεση, όταν επιτυγχάνεται η διαφυγή αερίων. 2. μειώνω την ένταση ενός συναισθήματος που ωθεί σε επιθετική ή βίαιη συμπεριφορά, επιτρέποντας τη σταδιακή και ελεγχόμενη εκδήλωσή του: ~ την οργή μου / το μίσος μου. Tην έβρισε για να εκτονωθεί. || Ύστερα από τις μεσολαβητικές προσπάθειες του εκπροσώπου του ΟHΕ εκτονώθηκε η κρίση στη M. Aνατολή.
[λόγ. < μσν. εκτον(ώ) -ώνω `χαλαρώνω΄ < εκ- τόν(ος) -ώ & σημδ. γαλλ. détendre]
- εκτόνωση η [ektónosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εκτονώνω. 1. εξασθένηση εσωτερικής φυσικής δύναμης με τη σταδιακή και ελεγχόμενη απελευθέρωσή της: ~ πίεσης. ~ αερίων. 2. εξασθένηση, χαλάρωση: ~ της πολιτικής έντασης. Πολιτική εκτόνωση. ~ δυσαρέσκειας / οργής.
[λόγ. εκτονω- (δες εκτονώνω) -σις > -ση]
- εκτονωτικός -ή -ό [ektonotikós] Ε1 : που συντελεί στην εκτόνωση, που επιφέρει εκτόνωση ή που γίνεται για εκτόνωση.
[λόγ. εκτονω- (δες εκτονώνω) -τικός]
- ελευθεροτέκτονας ο [elefθerotéktonas] Ο5 : τέκτονας.
[λόγ. ελεύθερ(ος) -ο- + τέκτων > τέκτονας μτφρδ. αγγλ. freemason]
- ελευθεροτεκτονικός -ή -ό [elefθerotektonikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στους ελευθεροτέκτονες· τεκτονικός 2: Ελευθεροτεκτονικά σύμβολα.
[λόγ. ελευθεροτεκτον- (δες ελευθεροτέκτονας) -ικός]
- ελευθεροτεκτονισμός ο [elefθerotektonizmós] Ο17 : τεκτονισμός.
[λόγ. ελευθεροτεκτον- (δες ελευθεροτέκτονας) -ισμός απόδ. αγγλ. freemasonry]
- εμβρυοκτόνος -α / -ος -ο [emvrioktónos] Ε14 : που έχει την ιδιότητα να σκοτώνει το έμβρυο.
[λόγ. < ελνστ. ἐμβρυοκτόνος]
- εντομοκτόνος -ος / -α -ο [endomoktónos] Ε14 : που χρησιμοποιείται για την εξόντωση εντόμων: ~ ουσία. Εντομοκτόνο σπρέι. || (συνήθ. ως ουσ.) το εντομοκτόνο, χημικό παρασκεύασμα για την καταπολέμηση των εντόμων.
[λόγ. έντομ(ον) -ο- + -κτόνος μτφρδ. γαλλ. insecticide]
- ζιζανιοκτόνο το [zizanioktóno] Ο39 : γεωργικό φάρμακο που καταστρέφει τα ζιζάνια.
[λόγ. ζιζάνι(ον) -ο- + -κτόνον, ουδ. του -κτόνος]
- ζωοκτονία η [zooktonía] Ο25 : η θανάτωση ζώου (ιδ. από αυτά που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος στην εργασία του) από αμέλεια ή από πρόθεση: Για τα αδικήματα της ζωοκλοπής και ζωοκτονίας ο νόμος προβλέπει αυστηρές ποινές.
[λόγ. < μσν. ζωοκτονία < ζωο- 1 + -κτονία]