Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: %κρατ%
208 items total [151 - 160]
παπαδοκρατία η [papaδokratía] Ο25 : κυριαρχία του κλήρου στην πολιτική και κοινωνική ζωή ενός τόπου.

[λόγ. παπαδ- (παπάς) -ο- + -κρατία]

παρακράτημα το [parakrátima] Ο49 : το αποτέλεσμα του παρακρατώ 1.

[λόγ. παρακρατη- (παρακρατώ) 1 -μα]

παρακράτηση η [parakrátisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του παρακρατώ 1: ~ φόρου / δανείου / ποσού. || (νομ.) ~ κυριότητας.

[λόγ. παρακρατη- (παρακρατώ) 1 -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. rétention]

παρακρατικός -ή -ό [parakratikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στο παρακράτος: Παρακρατικές ομάδες / οργανώσεις / δραστηριότητες. || (ως ουσ.) ο παρακρατικός, άτομο που ανήκει σε παρακρατική οργάνωση. παρακρατικά ΕΠIΡΡ: Ομάδες που δρουν ~.

[λόγ. παρακράτ(ος) -ικός]

παρακράτος το [parakrátos] Ο46 : σύνολο παράνομων ατόμων, ομάδων και δραστηριοτήτων που αναπτύσσονται εκτός των θεσμών, παράλληλα προς το κράτος (συνήθ. με την ανοχή ή και τη στήριξή του) και δρουν ενάντια στην κοινωνία ή σε τμήματά της: Tο ~ αναπτύχθηκε και έδρασε στην Ελλάδα μετά τον Εμφύλιο. Tο ~ ευθύνεται για τη δολοφονία πολιτικών ηγετών. || (επέκτ.) κάθε παράνομη ενέργεια ή δράση, που εκπορεύεται και αναπτύσσεται από παράνομα και μη θεσμοθετημένα κέντρα εξουσίας.

[λόγ. παρα- 1 κράτος μτφρδ. αγγλ. parastate]

παρακρατώ 1 [parakrató] -ούμαι Ρ10.9 : κρατώ ένα μέρος από χρήματα που πρόκειται να δώσω: Tο δάνειο / ο φόρος παρακρατείται από το μισθό των υπαλλήλων. || (νομ.) κρατώ για μένα κτ.: ~ την κυριότητα του ακινήτου.

[λόγ. < ελνστ. παρακρατῶ `συγκρατώ΄ σημδ. γαλλ. retenir]

παρακρατώ 2 Ρ10.9α : διαρκώ περισσότερο από το κανονικό, το επιτρεπτό ή το συνηθισμένο: Παρακράτησε αυτή η αναμονή / η διαμάχη.

[παρα- 2 + κρατώ]

πιθανοκρατία η [piθanokratía] Ο25 : (φιλοσ.) θεωρία, σύμφωνα με την οποία, επειδή η γνώση της απόλυτης αλήθειας είναι αδύνατη, το μόνο εφικτό είναι η προσέγγιση της πιθανότερης εκδοχής.

[λόγ. πιθαν(ός) -ο- + -κρατία απόδ. γαλλ. probabilisme]

πλουτοκράτης ο [plutokrátis] Ο10 : 1. αυτός που αποκτάει, που έχει δύναμη ή εξουσία, εξαιτίας του πλούτου του· (πρβ. κεφαλαιοκράτης). 2. αυτός που ανήκει στην τάξη των πλουσίων.

[λόγ. < αγγλ. plutocrat < pluto (cracy) = πλουτο(κρατία) -crat = -κράτης κατά το aristocrat = αριστοκράτης]

πλουτοκρατία η [plutokratía] Ο25 : 1. κοινωνικοοικονομικό σύστημα, στο οποίο ασκούν την εξουσία οι πλούσιοι· (πρβ. κεφαλαιοκρατία). 2. η (κρατούσα) κοινωνική τάξη των πλουσίων, το σύνολο των πλουσίων.

[λόγ. < αρχ. πλουτοκρατία]

< Previous   1... 14 15 [16] 17 18 ...21   Next >
Go to page:Go