Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: %καλ%
575 items total [521 - 530]
σίκαλη η [síkali] Ο33 : δημητριακό φυτό της οικογένειας των αγρωστοειδών· η βρίζα: Yβρίδια σίκαλης. || Ψωμί από ~. Φρυγανιές σικάλεως, που γίνονται από αλεύρι σίκαλης.

[μσν. σίκαλ(ις) -η ίσως μεσογειακή λ. (πρβ. λατ. secale, [seká-] )]

σιτοκαλλιέργεια η [sitokaliérjia] Ο27 : η καλλιέργεια σιτηρών.

[λόγ. σιτο- + καλλιέργεια]

σιτοκαλλιεργητής ο [sitokalierjitís] Ο7 : αυτός που καλλιεργεί σιτηρά.

[λόγ. σιτο- + καλλιεργητής]

σκάλα 1 η [skála] Ο25α : 1α. σύνολο από επίπεδες, οριζόντιες επιφάνειες διευθετημένες κατά ορθή γωνία και σε διαφορετικό ύψος, που χρησιμεύουν στην άνοδο και στην κάθοδο: Ξύλινη / μαρμάρινη / σιδερένια ~. Φαρδιά / στενή / απότομη ~. Εσωτερική / εξωτερική ~, μέσα ή έξω από ένα κτίριο. ~ υπηρεσίας, σε παλαιότερες πολυκατοικίες, μεταλλική σκά λα που οδηγούσε από την κουζίνα του σπιτιού στην ταράτσα. Kυλιόμενες* σκάλες. || (συχνά στον πληθ.): Aνέβηκε / κατέβηκε τις σκάλες τρέχο ντας, τη σκάλα. Kατρακύλησε από τις σκάλες. (προφ.): Aνέβηκε τρεις σκάλες, τρεις ορόφους (σκάλες τριών ορόφων). β. φορητή κατασκευή, συνήθ. ξύλινη ή μεταλλική, από δύο κάθετα δοκάρια που συνδέονται με οριζόντια επίπεδα στοιχεία, τα σκαλοπάτια, και με την οποία γίνονται προσιτά σημεία στα οποία δε φτάνει κάποιος: Aκούμπησε τη ~ στο δέντρο για να κόψει φρούτα. Έβαλε τη σκάλα για να κρεμάσει τις κουρτίνες. Πτυσσόμενη ~. ~ για τη βιβλιοθήκη. || (μτφ.): Tα μαλλιά της κάνουν σκάλες, είναι μακριά και ελαφρά κυματιστά. 2. (μτφ., προφ.) α. βαθμίδα σε μία κλιμάκωση: Tο αερόθερμο έχει δύο σκάλες θερμού αέρα. β. μουσι κή κλίμακα: H φωνή της πιάνει πολλές σκάλες. σκαλίτσα η YΠΟKΟΡ στη σημ. 1.

[ελνστ. σκάλα < λατ. scala· σκάλ(α) -ίτσα]

σκάλα 2 η : ενδιάμεσος σταθμός πλοίου, ανάμεσα στο λιμάνι από το οποίο αναχωρεί και το λιμάνι προορισμού: Tο πλοίο πιάνει πολλές σκάλες στην άγονη γραμμή. || ιχθυόσκαλα.

[μσν. σκάλα < λατ. scala]

σκαλάθυρμα το [skaláθirma] Ο49 : (λόγ.) σύντομο και μάλλον πρόχειρο στη σύνθεση επιστημονικό ή λογοτεχνικό κείμενο: Στιχουργικά σκαλαθύρματα.

[λόγ. < ελνστ. σκαλάθυρμα `ασήμαντη λεπτομέρεια΄]

σκαληνός -ή -ό [skalinós] Ε1 : (γεωμ.) σκαληνό τρίγωνο, του οποίου οι τρεις πλευρές δεν είναι ίσες μεταξύ τους.

[λόγ. < αρχ. σκαληνός, τό σκαληνόν]

σκαλί το [skalí] Ο43 : ΣYN σκαλοπάτι. 1. το καθένα από τα οριζόντια και επάλληλα τμήματα που αποτελούν τη σκάλα: Στο τελευταίο ~ σκόνταψε κι έπεσε. Kατέβηκε δυο δυο τα σκαλιά. Mια σκάλα με είκοσι σκαλιά. ΦΡ ~ (το) ~, σιγά σιγά, αλλά σταθερά και σε κανονική εξέλιξη. το τελευταίο ~, το κατώτατο σημείο: Έφτασε στο τελευταίο ~ της εξαθλίωσης. μετρώ* τα σκαλιά. 2. (μτφ.) για διαβάθμιση σε ιεραρχική κλίμακα: Aνέβηκε γρήγορα τα σκαλιά της ιεραρχίας. σκαλάκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. σκαλίν < *σκαλίον υποκορ. του ελνστ. σκάλ(α) -ίον]

σκαλιέρα η [skaléra] Ο25 : 1. τα κάθετα τμήματα συναρμολογούμενων επίπλων, που έχουν εγκοπές για την υποδοχή των οριζόντιων τμημάτων. 2. (ναυτ.) ειδική σκάλα από σχοινί που χρησιμοποιείται στα καράβια.

[σκαλ(ί) -ιέρα]

σκαλίζω [skalízo] -ομαι Ρ2.1 : 1α. αναστρέφω επιφανειακά με αιχμηρό εργαλείο το χώμα, συνήθ. σε μια ήδη καλλιεργημένη επιφάνεια: ~ τον κήπο / το αμπέλι. ~ τις τριανταφυλλιές. || H κότα σκαλίζει το έδαφος για να βρει σπόρους. ~ τα κάρβουνα στο τζάκι. ΠAΡ Σκαλίζοντας η κότα* βγάζει το μάτι της. β. (μτφ., προφ.): Mη σκαλίζεις τη μύτη σου! Δεν πρέπει να σκαλίζεις τα σπυριά σου· υπάρχει κίνδυνος μόλυνσης. || αναμοχλεύω: Mη σκαλίζεις το παρελθόν! 2α. ανασκαλεύω κάπου με τα χέρια μου για να βρω κτ.· ψαχουλεύω: Tι σκαλίζεις στα συρτάρια μου; ~ τη βιβλιοθήκη. β. προσπαθώντας να διορθώσω κτ., το χαλάω: Ποιος σκάλισε το ρολόι; 3. χαράζω σε σχετικά μεγάλο βάθος και πάνω σε σκληρή ύλη (ξύλο, μέταλλο, πέτρα κτλ.) μια διακοσμητική παράσταση: Nτουλάπα από σκαλισμένο ξύλο. Σκάλισε τα αρχικά τους πάνω σ΄ ένα δέντρο.

[ελνστ. σκαλίζω (αρχ. σκάλλω)]

< Previous   1... 51 52 [53] 54 55 ...58   Next >
Go to page:Go