Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: %κακο%
154 items total [41 - 50]
κακοδουλεμένος -η -ο [kakoδuleménos] Ε3 : για κτ. που έχει υποστεί κακή επεξεργασία, που είναι άτεχνα ή πρόχειρα δουλεμένο. ANT καλοδουλεμένος.

[κακο- + δουλεμένος μππ. του δουλεύω (πρβ. μσν. κακοδουλεύω)]

κακόζηλος -η -ο [kakózilos] Ε5 : για γραπτό ή για προφορικό λόγο που μιμείται άτεχνα κάποιο πρότυπο: ~ βυζαντινός αττικισμός. Kακόζηλη έκφραση.

[λόγ. < ελνστ. κακόζηλος]

κακοζώ [kakozó] Ρ10.9α αόρ. κακόζησα και κακοέζησα, απαρέμφ. κακοζήσει : ζω σε συνθήκες φτώχειας ή καταπίεσης. ANT καλοζώ: Kακόζησε στα γεράματά του / μ΄ αυτόν που παντρεύτηκε.

[κακο- + ζω]

κακοζώητος -η -ο [kakozóitos] Ε5 : (λαϊκότρ.) που έχει ζήσει δύσκολη, κακή ζωή· κακοζωισμένος.

[μσν. κακοζωη- (κακοζωώ < κακο- + ζω(ή) -ώ) `ζω άσχημα΄ -τος]

κακοζωισμένος -η -ο [kakozoizménos] Ε3 : που έχει ζήσει δύσκολη, κακή ζωή η οποία έχει αφήσει σημάδια επάνω του. ANT καλοζωισμένος.

[μππ. του κακοζωίζω < κακο- + ζω(ή) -ίζω]

κακοήθεια η [kakoíθia] Ο27 : 1α. η ιδιότητα του κακοήθους, η παραβίαση ηθικών αρχών με στόχο την ψυχική ή υλική βλάβη κάποιου: Xρειάζεται ψυχικό σθένος για να αντιμετωπίσει την ~ των κατηγόρων του. β. ενέργεια ή λόγος με τον οποίο εκδηλώνεται η κακοήθεια: Aυτό που έκανες είναι ~. Διαδίδει κακοήθειες εις βάρος μου. 2. (ιατρ.) ο κακοήθης χαρακτήρας μιας ασθένειας, κυρίως νεοπλασματικής: Διαπιστώθηκε η ~ του όγκου.

[λόγ.: 1: αρχ. κακοήθεια· 2: σημδ. γαλλ. malignité]

κακοήθης -ης -ες [kakoíθis] Ε11α : 1α. που είναι ανήθικος και κακός, που επιδιώκει την ηθική ή υλική βλάβη του συνανθρώπου του με το ψέμα και με την απάτη: Είναι ~, γιατί προσπαθεί να επικρατήσει με συκοφαντίες. β. που προέρχεται από κακοήθη άνθρωπο ή που τον χαρακτηρίζει: ~ συμπεριφορά. Kακοήθεις διαδόσεις. Kακοήθη ψέματα. 2. (ιατρ.) χαρακτηρισμός νόσου με κακή εξέλιξη, που συνήθ. καταλήγει στο θάνατο. ANT καλοήθης: ~ όγκος, καρκίνος. ~ αναιμία.

[λόγ.: 1: αρχ. κακοήθης· 2: μτφρδ. γαλλ. malin]

κακόηχος -η -ο [kakóixos] Ε5 : για λέξη που ηχεί άσχημα, στην οποία ο συνδυασμός των φθόγγων προκαλεί ένα δυσάρεστο ακουστικό αίσθημα. ANT εύηχος: H λέξη “μπαμπούλας” είναι κακόηχη. || για λέξη ή για επώνυμο που παραπέμπει σε αισχρή έννοια. κακόηχα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. κακόηχος]

κακοθανατίζω [kakoθanatízo] Ρ2.1α : (λαϊκότρ.) έχω κακό, οδυνηρό θάνατο.

[μσν. κακοθανατ(ώ) μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. κακοθανατησ- < κακοθάνατ(ος) -ώ]

κακοθάνατος -η -ο [kakoθánatos] Ε5 : (λαϊκότρ.) που πέθανε με κακό θάνατο.

[ελνστ. κακοθάνατος]

< Previous   1... 3 4 [5] 6 7 ...16   Next >
Go to page:Go