Dictionary of Standard Modern Greek
| 1,710 items total [71 - 80] | << First < Previous Next > Last >> |
- αδιευκρίνιστος -η -ο [aδiefkrínistos] Ε5 : που δεν έχει διευκρινιστεί, που δεν τον έχουν διευκρινίσει: Aδιευκρίνιστο θέμα. Aδιευκρίνιστη ερώτηση. Ένα ακόμη σημείο έμεινε αδιευκρίνιστο.
αδιευκρίνιστα ΕΠIΡΡ. [λόγ. α- 1 διευκρινισ- (διευκρινίζω) -τος (πρβ. ελνστ. ἀδιευκρίνητος)]
- αδιοριστία η [aδioristía] Ο25 : η κατάσταση του αδιόριστου: Οι απόφοιτοι των καθηγητικών σχολών αντιμετωπίζουν το πρόβλημα της αδιοριστίας.
[λόγ. αδιόριστ(ος) -ία (διαφ. το ελνστ. ἀδιοριστία `αοριστία΄)]
- αδιόριστος -η -ο [aδióristos] Ε5 : που δεν έχει ακόμη διοριστεί σε δημόσια υπηρεσία (ενώ το έχει ζητήσει): Ο σύλλογος των αδιόριστων καθηγητών ζητά την επίσπευση των διορισμών.
[λόγ. < ελνστ. ἀδιόριστος `χωρίς ορισμό΄ (αρχ. σημ.: `αόριστος΄) κατά τη σημ. της λ. διορίζω]
- αδίστακτος -η -ο [aδístaktos] & αδίσταχτος -η -ο [aδístaxtos] Ε5 : α.(για πρόσ.) που ενεργεί χωρίς κανέναν ηθικό δισταγμό ή χωρίς φόβο. ANT διστακτικός: ~ και κυνικός εκμεταλλευτής των αδυνάτων, ασυνείδητος. β. (για ενέργεια κτλ.) που γίνεται χωρίς ηθικό δισταγμό ή χωρίς φόβο: Aδίστακτη απάντηση. Tο μεγαλύτερο κακό το προκαλούν οι αδίστακτες δημοκοπίες και οι τυχοδιωκτισμοί.
αδίστακτα ΕΠIΡΡ χωρίς δισταγμό: Πήρε ~ την απόφαση. [λόγ. < ελνστ. ἀδίστακτος `αναμφίβολος΄ κατά τη σημ. της λ. διστάζω· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
- αδιύλιστος -η -ο [aδiílistos] Ε5 : που δεν έχει ή που δεν μπορεί να διυλιστεί: Aδιύλιστα λάδια. Aδιύλιστο πετρέλαιο.
[λόγ. < ελνστ. ἀδιύλιστος]
- αδογμάτιστος -η -ο [aδoγmátistos] Ε5 : που δε δογματίζει, που δεν είναι δογματικός: Σκέψεις ελεύθερες και αδογμάτιστες.
αδογμάτιστα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < μσν. αδογμάτιστος < ελνστ. *ἀδογμάτιστος (πρβ. ελνστ. επίρρ. ἀδογματίστως)]
- αδρόσιστος -η -ο [aδrósistos] Ε5 : 1.που δεν έχει δροσιστεί: Aδρόσιστα χείλια, στεγνά. 2. (μτφ., λογοτ.) που δε γνώρισε την ευτυχία, τη χαρά· δυστυχισμένος: Kι έμεινε αδρόσιστη η καρδιά κι ο νους χωρίς φτερά.
[α- 1 δροσισ- (δροσίζω) -τος]
- αερομοντελιστής ο [aeromodelistís] Ο7 θηλ. αερομοντελίστρια [aeromo delístria] Ο27 : αυτός που ασχολείται με τον αερομοντελισμό.
[λόγ. αερομοντελ(ισμός) -ιστής· λόγ. αερομοντελισ(τής) -τρια]
- αζάλιστος -η -ο [azálistos] Ε5 : που δεν έχει ζαλιστεί ή που δε ζαλίζεται: Δυνατό κρασί· κανένας μας δεν έμεινε ~.
[α- 1 ζαλισ- (ζαλίζω) -τος]
- αζεμάτιστος -η -ο [azemátistos] Ε5 : που δε ζεματίστηκε. ANT ζεματισμένος: Δεν τα τρώω αζεμάτιστα τα μακαρόνια.
[α- 1 ζεματισ- (ζεματίζω) -τος]



