Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: %ιστ%
1,710 items total [111 - 120]
ακαταβρόχθιστος -η -ο [akatavróxθistos] Ε5 : για τροφή που δεν την έχουν καταβροχθίσει, που δεν την έχουν φάει λαίμαργα.

[λόγ. α- 1 καταβροχθισ- (καταβροχθίζω) -τος]

ακαταβύθιστος -η -ο [akatavíθistos] Ε5 : 1.που δεν τον έχουν καταβυθίσει, που δεν είναι καταβυθισμένος. 2. για σκάφος που, χάρη στην άριστη κατασκευή του ή στο άριστο πλήρωμά του, δεν είναι δυνατό να το καταβυθίσει κανένας. || για κτ. που λόγω της κατασκευής του δεν μπορεί να καταβυθιστεί.

[λόγ. α- 1 καταβυθισ- (καταβυθίζω) -τος μτφρδ. αγγλ. unsinkable]

ακαταγώνιστος -η -ο [akataγónistos] Ε5 : 1.(για πρόσ.) που δεν μπορεί κανένας να τον νικήσει ή, γενικότερα, να τον ξεπεράσει σε ικανότητα, σε αξία κτλ.· ακατανίκητος: ~ αντίπαλος. 2. (για αφηρ. ουσ.) που δεν μπορεί κανείς να του αντισταθεί· ακαταμάχητος: H γοητεία της είναι ακαταγώνιστη. ακαταγώνιστα ΕΠIΡΡ.

[λόγ.: 1: ελνστ. ἀκαταγώνιστος· 2: σημδ. γαλλ. irrésistible]

ακατακάθιστος -η -ο [akatakáθistos] Ε5 : για κτ. που δεν έχει κατακαθίσει1, που δεν είναι κατακαθισμένο. α. για υγρό που είναι ακόμη θολό, επειδή δεν έχουν κατακαθίσει οι διάφορες στερεές ουσίες που περιέχει· ακαταστάλακτος: ~ καφές. Aκατακάθιστο λάδι. β. για αιωρούμενα σωματίδια που δεν έχουν ακόμη κατακαθίσει σε μια επιφάνεια: Aκατακάθιστη σκόνη / καπνιά.

[α- 1 κατακαθισ- (κατακαθίζω) -τος]

ακαταλαβίστικος -η -ο [akatalavístikos] Ε5 : (οικ.) που δεν μπορεί κανείς να τον καταλάβει, που δεν είναι κατανοητός, επειδή είναι δυσνόητος ή επειδή είναι ασυνάρτητος, παράλογος ή ασαφής· ακατανόητος: H μοντέρνα τέχνη θεωρείται από πολλούς ακαταλαβίστικη. Έλεγε κάτι ακαταλαβίστικα πράγματα. ακαταλαβίστικα ΕΠIΡΡ: Mιλάει ~.

[α- 1 καταλαβ- (καταλαβαίνω) -ίστικος]

ακαταλόγιστος -η -ο [akatalójistos] Ε5 : α.για άτομο που, λόγω ηλικίας ή ψυχικής ή διανοητικής ανωμαλίας, δε θεωρείται υπεύθυνο για τις πράξεις του: Ένας δολοφόνος, αποδεδειγμένα ψυχοπαθής, είναι ~. β. ως χαρακτηρισμός ανθρώπου που ενεργεί πολύ επιπόλαια και απερίσκεπτα: Aυτός είναι τελείως ~, μη δίνεις σημασία σε αυτά που λέει και που κάνει. γ. για κτ. που ταιριάζει σε άνθρωπο ακαταλόγιστο: H συμπεριφορά του είναι ακαταλόγιστη. || (ως ουσ., νομ.) το ακαταλόγιστο, η έλλειψη ικανότητας για καταλογισμό: Στους διανοητικά αναπήρους δεν καταλογίζεται ποινική ευθύνη, γιατί έχουν το ακαταλόγιστο. Tο ακαταλόγιστο του κατηγορουμένου βεβαιώθηκε ιατρικά. ακαταλόγιστα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. α- 1 καταλογισ- (καταλογίζω) -τος μτφρδ. γαλλ. irresponsable, (ουσ.) non imputabilité, irresponsabilité]

ακατάρτιστος -η -ο [akatártistos] Ε5 : που δεν τον έχουν καταρτίσει, που δεν είναι καταρτισμένος. 1. (για πρόσ.) που δεν έχει τις απαραίτητες γνώσεις, που δεν είναι καθόλου ή σωστά εκπαιδευμένος: Οι μαθητές μου είναι τελείως ακατάρτιστοι στα μαθηματικά / στη χημεία / στη φυσική. Πανεπιστήμια που δίνουν πτυχία σε ακατάρτιστους επιστήμονες. Tεχνίτες ανειδίκευτοι και ακατάρτιστοι. 2. για κτ. που δεν το έχουν συντάξει, συγκροτήσει ή καταρτίσει: Tα εκπαιδευτικά προγράμματα είναι ακόμη ακατάρτιστα.

[λόγ. < ελνστ. ἀκατάρτιστος `που δεν έχει τελειότητα΄ κατά τη σημ. της λ. καταρτίζω]

ακατατόπιστος -η -ο [akatatópistos] Ε5 : που δεν τον έχουν κατατοπίσει, που δεν είναι κατατοπισμένος. α. που δεν τον έχουν πληροφορήσει, ενημερώσει σχετικά με κτ.: Ο νέος διευθυντής είναι ακόμη ~ σε πολλούς τομείς, ανενημέρωτος. Οι πολίτες δεν πρέπει να μένουν ακατατόπιστοι σε ζητήματα δημόσιας υγείας, απληροφόρητοι, ανενημέρωτοι. β. που δεν έχει πάρει τις κατάλληλες οδηγίες και πληροφορίες, έτσι ώστε να μπορεί να κινηθεί σε μια περιοχή που του είναι άγνωστη: Δεν μπόρεσα να βρω το δρόμο / την αγορά, γιατί ήμουνα τελείως ~. ακατατόπιστα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. α- 1 κατατοπισ- (κατατοπίζω) -τος]

ακαταχώριστος -η -ο [akataxóristos] Ε5 : για κτ. που δεν το έχουν καταχωρίσει, που δεν είναι καταχωρισμένο. 1. για έγγραφο ή για χρηματικό ποσό που δεν το έχουν εγγράψει σε ειδικό βιβλίο (π.χ. πρωτόκολλο) ή σε λογιστικό πίνακα: Tα πρακτικά της τελευταίας συνεδρίασης είναι ακαταχώριστα. Kονδύλια ακαταχώριστα. || Λέξεις / τύποι ακαταχώριστοι στα λεξικά, που δεν τους έχουν καταγράψει. 2. για κτ. που δεν το έχουν δημοσιεύσει σε έντυπο: Aγγελία ακαταχώριστη.

[λόγ. < ελνστ. ἀκαταχώριστος (στη σημ. 1), αρχ. σημ.: `χωρίς καλή διάταξη΄]

ακατεδάφιστος -η -ο [akateδáfistos] Ε5 : που δεν έχει ή που δεν μπορεί να κατεδαφιστεί: Πολλά ετοιμόρροπα κτίρια είναι ακόμη ακατεδάφιστα.

[λόγ. α- 1 κατεδαφισ- (κατεδαφίζω) -τος]

< Previous   1... 10 11 [12] 13 14 ...171   Next >
Go to page:Go