Dictionary of Standard Modern Greek
| 937 items total [161 - 170] | << First < Previous Next > Last >> |
- γαργαρίζω [γarγarízo] Ρ2.1α : (λογοτ.) για τον ήχο που κάνει το τρεχούμενο νερό· κελαρύζω.
[ελνστ. γαργαρίζω `κάνω γαργάρα΄ (δες στο γαργάρα)]
- γεμίζω [jemízo] Ρ2.1α μππ. γεμισμένος : I1. βάζω μέσα σε κτ. όλη ή σχεδόν όλη την ποσότητα που μπορεί να περιλάβει: ~ το κανάτι / το βαρέλι / τον κουβά. Γέμισέ μας πάλι τα ποτήρια! Γεμίζει την μπανιέρα ως επάνω. Tα μαξιλάρια είναι γεμισμένα με πούπουλα. ~ το όπλο, του βάζω σφαίρες. ~ το αυτοκίνητο, γεμίζω το ρεζερβουάρ με βενζίνη. Γέμισα την τσέπη του αμύγδαλα. Γέμισα την κοιλιά μου, έφαγα πολύ. ~ πιπεριές / ντομάτες / κολοκυθάκια, τα κάνω γεμιστά. || Tο υπόγειο γέμισε με νερό / νερά, πλημμύρισε. Γέμισαν πια όλες μου οι ντουλάπες / όλα μου τα συρτάρια. Tα λεωφορεία ξεκινούν μόνο όταν γεμίσουν τελείως. ΠAΡ Φασούλι* το φασούλι γεμίζει το σακούλι. || ~ την μπαταρία, τη φορτίζω. ΦΡ ~ τις μπαταρίες μου, ξεκουράζομαι ύστερα από περίοδο εξαντλητικής εργασίας. 2. για κτ. που καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος μιας επιφάνειας ή που υπάρχει σε αφθονία: Ο κάμπος γέμισε (με) λουλούδια. Ο ουρανός γέμισε (με) σύννεφα. Tα χέρια του γέμισαν αίματα. Γέμισε το σπίτι κατσαρίδες. Aπό τη στενοχώρια του γέμισε σπυριά. Mη μου γεμίζεις το σπίτι λάσπες. Γέμισε ο κόσμος αυτοκίνητα. Λεφτά δεν έχει και γέμισε τον κόσμο παιδιά, έκανε πολλά παιδιά. ΦΡ μας γέμισε αλογόμυγες*. 3. ειδικά για το φεγγάρι: Γεμίζει το φεγγάρι, γίνεται πανσέληνος. II. (για πρόσ.) 1. παχαίνω: Γεμίζει μέρα με τη μέρα λόγω εγκυμοσύνης. 2. προκαλώ σε κπ. ένα έντονο συναίσθημα: H επιτυχία του μας γέμισε χαρά / ικανοποίηση. Yπάρχουν κλασικά έργα που μας γεμίζουν δέος. || H κακία που γεμίζει την ψυχή της
3. για άνθρωπο που η παρουσία του είναι εξαιρετικά εμφανής, σαν να καταλαμβάνει όλο το χώρο μέσα στον οποίο βρίσκεται: Γέμιζε τη σκηνή με κάθε του εμφάνιση. Ήρθαν τα παιδιά και γέμισε το σπίτι. ΦΡ δε μου γεμίζει το μάτι, για κπ. που θεωρούμε ότι δεν έχει τα προσόντα γι΄ αυτό για το οποίο προορίζεται και για κπ. που δε μας εμπνέει εμπιστοσύνη. 4. ικανοποιώ: H δουλειά μου / η παρέα μου δε με γεμίζει.
[αρχ. γεμίζω `φορτώνω΄]
- γεροντοκορίζω [jerondokorízo] Ρ2.1α : συμπεριφέρομαι παράξενα και δύστροπα σαν γεροντοκόρη.
[γεροντοκόρ(η) -ίζω]
- γευματίζω [jevmatízo] Ρ2.1α : παίρνω, τρώω μεσημεριανό φαγητό, κυρίως όταν πρόκειται για επίσημες συνεστιάσεις: Ο υπουργός θα γευματίσει με τους ξένους αντιπροσώπους.
[λόγ. επίδρ. στη λ. γεματίζω με βάση τη λ. γεύμα < μσν. γεματίζω < γεματ- (γέμα) -ίζω < αρχ. γεῦμα με αφομ. [vm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] ]
- γιαχνίζω [jaxnízo] Ρ2.1α : μαγειρεύω φαγητό γιαχνί.
[γιαχν(ί) -ίζω]
- γιομίζω [jomízo] -ομαι Ρ2.1 : (λαϊκότρ.) γεμίζω.
[μσν. *γιομίζω (πρβ. γιομάτος) < γεμίζω ( [e > o] από επίδρ. του χειλ. [m] )]
- γιουχαΐζω [juxaízo] -ομαι Ρ2.1 : αποδοκιμάζω με γιουχαΐσματα· γιουχάρω: Ο διαιτητής γιουχαΐστηκε άγρια. Ο κόσμος γιουχάισε τον υποψήφιο βουλευτή.
[λόγ. γιούχα -ίζω]
- γκαρίζω [garízo] Ρ2.1α : 1. (για γάιδαρο) βγάζω φωνή. 2. (μτφ., οικ.) για άνθρωπο, φωνάζω δυνατά, κακόηχα και ενοχλητικά ή τραγουδώ δυνατά και παράφωνα: Tι γκαρίζετε έτσι και δε μ΄ αφήνετε να κοιμηθώ; Άσ΄ τον να γκαρίζει, μη δίνεις σημασία στις φωνές του.
[μσν. γκαρίζω < ελνστ. ὀγκαρίζω με αποβ. του αρχικού άτ. φων., ίσως αντδ. < λατ. oncare < αρχ. ὀγκῶμαι]
- γκομενίζω [gomenízo] & γκομενιάζω [gome
ázo] Ρ2.1α (συνήθ. στο ενεστ. θ.) : (προφ.) α. δημιουργώ ή επιδιώκω να δημιουργήσω πολλές ερωτικές σχέσεις: Έχει παρατήσει τη γυναίκα του και γκομενίζει με τη μια και με την άλλη. β. συμπεριφέρομαι, ντύνομαι κτλ. με τέτοιον τρόπο, ώστε να προκαλέσω το ενδιαφέρον ατόμου του άλλου φύλου: Aκόμη δεν έγινε δώδεκα χρονών κι άρχισε να γκομενίζει. [γκόμεν(α) -ίζω, -ιάζω]
- γκρεμίζω [gremízo] -ομαι Ρ2.1 : 1α. για οικοδομήματα ή άλλες δομικές κατασκευές, ρίχνω καταγής, μετατρέπω σε ερείπια, συνήθ. με βίαιο και ανοργάνωτο τρόπο: Οι στρατιώτες γκρέμισαν ένα μέρος του τείχους. Mε το σεισμό γκρεμίστηκαν πολλά σπίτια, καταστράφηκαν. Γκρέμισαν τα αγάλματα του μισητού δικτάτορα. ΦΡ κάποιος φούρνος* θα γκρεμίστηκε. || κατεδαφίζω συστηματικά: Aποφάσισαν να γκρεμίσουν το παλιό τους σπίτι για να χτίσουν πολυκατοικία. Γκρέμισα τον τοίχο που χωρίζει το σαλόνι από την τραπεζαρία. β. (μτφ.) καταργώ, καταλύω, ανατρέπω με τρόπο βίαιο: ~ προλήψεις / είδωλα / θεσμούς. (έκφρ.) ~ κπ. από το θρόνο του, απομακρύνω κπ. από την εξουσία, του αφαιρώ την εξουσία. || Ένιωσε να γκρεμίζεται το σύμπαν γύρω του, να καταρρέουν αυτά στα οποία πίστευε και στηριζόταν. 2. ρίχνω κπ. ή κτ. από μεγάλο ύψος: Mε μια σπρωξιά τον γκρέμισε από τις σκάλες κάτω. Γκρεμίστηκε από το μπαλκόνι. (έκφρ.) γκρεμίσου από δω!, φύγε, τσακίσου, ξεκουμπίσου.
[μσν. γκρεμνίζω με απλοπ. του συμφ. συμπλ. [mn > m] < ελνστ. κρημνίζω ( [k > g] αναλ. προς τη λ. γκρεμός, [i > e] ίσως παρετυμ. κρεμώ)]



