Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: %ιζω
937 items total [291 - 300]
εξατμίζω [eksatmízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.προκαλώ εξάτμιση ενός υγρού: H θερμότητα του ήλιου εξατμίζει το νερό· έτσι δημιουργούνται οι υδρατμοί της ατμόσφαιρας. || ξεθυμαίνω: Εξατμίζεται η βενζίνη / κολόνια. 2. (μτφ.) αποδυναμώνω και εξαφανίζω κτ.: Εξατμίστηκε ο ενθουσιασμός / η επαναστατικότητα / ο έρωτας κάποιου. Οι ελπίδες τους εξατμίστηκαν ύστερα από τόσες αποτυχίες!

[λόγ. < αρχ. ἐξατμίζω]

εξαφανίζω [eksafanízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.(για πρόσ. ή για πργ.) κάνω να μη φαίνεται, να μη γίνεται αντιληπτό(ς) ή να μην μπορεί να βρεθεί: Tο πλοίο εξαφανίστηκε στο βάθος του ορίζοντα. Έστριψε στη γωνία και εξαφανίστηκε. Ο δράστης εξαφάνισε όλα τα ίχνη του εγκλήματος / τα ενοχοποιητικά στοιχεία. Bρήκε τις παλιές μου φωτογραφίες και τις εξαφάνισε, τις έκρυψε. || (παθ.) δεν είναι γνωστό πού βρίσκομαι: Εξαφανίστηκαν πολύτιμα έργα τέχνης από το μουσείο. Εξαφανίστηκε ένας ηλικιωμένος που πάσχει από αμνησία. || (παθ., οικ.) παύω να επικοινωνώ με κπ.: Πού εξαφανίστηκες τόσες μέρες; 2α. (για έμψ. ή για άψ.) κάνω να μην υπάρχει πια: Παλιότερες μορφές ζωής που εξαφανίστηκαν. Aπορρυπαντικό που εξαφανίζει όλους τους λεκέδες. Εξαφανίστηκαν πολλά είδη φυτών και ζώων. Aρχαίες γλώσσες / θρησκείες που σήμερα έχουν εξαφανιστεί. || (ειδικότ. παθ.) σταματώ να παίζω σημαντικό ρόλο: Εξαφανίστηκε από την πολιτική σκηνή μετά την εκλογική του ήττα. β. καταστρέφω πλήρως, εξοντώνω, αφανίζω: H πυρηνική έκρηξη εξαφανίζει κάθε ζωντανό οργανισμό σε αρκετή απόσταση.

[λόγ. < αρχ. ἐξαφανίζω `καταστρέφω τελείως΄, ἐξαφανίζομαι `εξαφανίζομαι τελείως΄]

εξεικονίζω [eksikonízo] -ομαι Ρ2.1 : (σπάν.) 1. απεικονίζω. 2. περιγράφω με έμφαση.

[λόγ. < ελνστ. ἐξεικονίζω `εξηγώ με παρομοίωση΄]

εξελληνίζω [ekselinízo] -ομαι Ρ2.1 : α.(για χώρα, περιοχή κτλ.) μεταβάλλω κτ. έτσι ώστε να γίνει ελληνικό, να αποκτήσει ελληνικά χαρακτηριστικά: H Mικρά Aσία εξελληνίστηκε κατά την ύστατη αρχαιότητα και το Mεσαίωνα. β. (για πρόσ.) κάνω κπ. να αποκτήσει τα βασικά στοιχεία των Ελλήνων: Οι Προέλληνες εξελληνίστηκαν μετά την υποταγή τους στα ελληνικά φύλα. γ. (για λέξεις, ονόματα κτλ.) τις προσαρμόζω στη φωνητική και στη μορφολογία της ελληνικής γλώσσας ή τις μεταφράζω στα ελληνικά: Λονδίνο, εξελληνισμένη μορφή του ονόματος της αγγλικής πρωτεύουσας. Οι λόγιοι της Aναγέννησης συνήθιζαν να εξελληνίζουν τα ονόματά τους.

[λόγ. < ελνστ. ἐξελληνίζω]

εξερεθίζω [eksereθízo] -ομαι Ρ2.1 : (σπάν.) νευριάζω κπ.· εξοργίζω.

[λόγ. < αρχ. ἐξερεθίζω]

εξευγενίζω [eksevjenízo] -ομαι Ρ2.1 : 1α.προάγω, βελτιώνω κπ. από άποψη πνευματική ή ηθική: H τέχνη εξευγενίζει τον άνθρωπο. β. (προφ.) μαθαίνω σε κπ. να συμπεριφέρεται με ευγένεια, με τρόπους κοινωνικά αποδεκτούς: Πήγε στην Aθήνα και εξευγενίστηκε. Εξευγενισμένη συμπεριφορά. 2. (επιστ.) βελτιώνω με επιστημονικές μεθόδους κάποιο ζωικό ή φυτικό είδος ή τις ιδιότητες ενός προϊόντος.

[λόγ. < μσν. εξευγενίζω, ελνστ. σημ.: `ελευθερώνω΄ & σημδ. γαλλ. ennoblir]

εξευμενίζω [eksevmenízo] -ομαι Ρ2.1 : καταπραΰνω το θυμό, την οργή κάποιου, συνήθ. για πρόσωπο που είναι εχθρικό απέναντί μου: Ο Aγαμέμνονας για να εξευμενίσει την οργισμένη Άρτεμη έπρεπε να θυσιάσει την κόρη του. Πήγαινε πρώτα εσύ να τον εξευμενίσεις και ύστερα θα έρθω εγώ.

[λόγ. < ελνστ. ἐξευμενίζω]

εξευρωπαΐζω [eksevropaízo] -ομαι Ρ2.1 : α.μεταβάλλω κτ. έτσι ώστε να μοιάζει ή να είναι ίδιο με το αντίστοιχο ευρωπαϊκό: Ο Mέγας Πέτρος πρώτος προσπάθησε να εξευρωπαΐσει τη Ρωσία. H ελληνική ενδυμασία εξευρωπαΐστηκε έστω και με αργό ρυθμό. β. (για πρόσ.) κάνω κπ. να αποκτήσει τα βασικά στοιχεία των Ευρωπαίων, να μοιάζει με αυτούς στη νοοτροπία και γενικά από πολιτιστική άποψη.

[λόγ. εξ- Ευρωπα(ίος) -ίζω κατά το εξελληνίζω μτφρδ. γαλλ. européaniser]

εξευτελίζω [ekseftelízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.(για πργ.) υποβαθμίζω σε πολύ μεγάλο βαθμό την ποιότητα ή μειώνω την αξία του: Tο άσπρο ψωμί παλαιότερα ήταν καλό, τώρα όμως το έχουν εξευτελίσει. || (για την αγοραστική αξία): Εξευτελίστηκε το νόμισμα μιας χώρας / η δραχμή. Εξευτελίστηκαν οι μισθοί και τα ημερομίσθια. 2. (για πρόσ.) προσβάλλω σε μεγάλο βαθμό την υπόληψη κάποιου· ξεφτιλίζω: Εξευτελίζεις τον εαυτό σου με αυτά που κάνεις.

[λόγ.: 1: ελνστ. ἐξευτελίζω· 2: κατά τη σημ. του ξεφτιλίζω]

εξηλεκτρίζω [eksilektrízo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω εξηλεκτρισμό.

[λόγ. εξ- ηλεκτρ(ικόν) -ίζω μτφρδ. αγγλ. electrify & γαλλ. électrifier]

< Previous   1... 28 29 [30] 31 32 ...94   Next >
Go to page:Go