Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 937 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -ανίζω [anízo] : επίθημα ρημάτων παράγωγων από ονοματοποιία· (πρβ. -αρίζω): κριτσανίζω, μουγκανίζω.
[ίσως με βάση το ρ. τραγανίζω]
- -αρίζω [arízo] & -ρίζω [rízo] & -ουρίζω [urízo] : επίθημα ρημάτων παράγωγων: 1. από ονοματοποιία· (πρβ. -ανίζω): κακαρίζω, νιαουρίζω, πλατσαρίζω, πλατσουρίζω, ψιψιρίζω. 2. από ουσιαστικά· δηλώνει ότι το υποκείμενο του ρήματος συμπεριφέρεται όπως υπονοεί η πρωτότυπη λέξη: (παιδιά) παιδιαρίζω.
[ελνστ. -(α)ρίζω με βάση το ρ. ὀγκαρίζω (δες γκαρίζω)· -ου-: με βάση το νιαουρίζω]
- -ίζω [ízo] : επίθημα για το σχηματισμό ρημάτων παράγωγων: 1α. από επίθετα· δηλώνει ότι το υποκείμενο του ρήματος είναι ή γίνεται αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (κίτρινος) κιτρινίζω, (πράσινος) πρασινίζω, (αδύνατος) αδυνατίζω. β. από ουσιαστικά· δηλώνει ότι το υποκείμενο του ρήματος κάνει αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη ή τη χαρακτηριστική ενέργεια που συνεπάγεται αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (αρχή) αρχίζω, (βούρτσα) βουρτσίζω, (καβγάς) καβγαδίζω, (πριόνι) πριονίζω, (ραβδί) ραβδίζω, (σφουγγάρι) σφουγγαρίζω, (φυλακή) φυλακίζω. || από άκλιτες λέξεις ή από λέξεις που συνήθως λέγονται μαζί: (παράμερα) παραμερίζω, (πάτσι) πατσίζω, (χωρίς) χωρίζω· (καληνύχτα) καληνυχτίζω, (καλώς όρισες) καλωσορίζω. || εξανθρωπίζω, εξευρωπαΐζω. 2. από ονόματα· δηλώνει ότι το υποκείμενο του ρήματος μιμείται (ή έχει τάση προς) αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (αττικός) αττικίζω, (άθεος) αθεΐζω, (κλασικός) κλασικίζω, (μαϊμού) μαϊμουδίζω, (πίθηκος) πιθηκίζω. 3. από ρήματα· δίνει υποκοριστική σημασία σ΄ αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (φέγγω) φεγγίζω. 4. από ονοματοποιία: τσιτσιρίζω, γουργουρίζω, πλατσαρίζω, χουχουλίζω· γαβγίζω, νιαουρίζω, τιτιβίζω.
[αρχ. μετον. (ιδ. μετουσ.), σπανιότ. μεταρ. ή μετεπιρρ. ρηματ. επίθημα -ίζω, μαζί με το -άζω, το πιο κοινό του είδους του: αρχ. καπν-ίζω `μαυρίζω κτ. με καπνό΄ (< καπν-ός), ἀγων-ίζομαι (< ἀγών `αγώνας΄), τραυλ-ίζω (< τραυλ-ός), πιππ-ίζω `τιτιβίζω΄ (ηχομιμ.), λακων-ίζω `ακολουθώ την πολιτική ή μιμούμαι τους τρόπους τον Λακώνων΄ (< Λάκων), χρυσ-ίζει `μοιάζει με χρυσάφι΄ (< χρυσ-ός), βαπτ-ίζω `βυθίζω βαθιά΄ (< ρ. βάπτ-ω `βυθίζω σε υγρό΄), χωρ-ίζω (επίρρ. χωρ-ίς `χωριστά΄), σπάν. από φρ. ἀποκεφαλ-ίζω (< ἀπό κεφαλή) (στα νεοελλ. η αρχική παραγωγή από θηλ. με θ. σε -ιδ- [id] > -ίζω [ídzō] παρουσιάζεται μόνο σαν σχέση συγγενικών λ.: ελπίδα < αρχ. ἐλπίς - ελπίζω) & λόγ. < αρχ. -ίζω: αρχ. τελων-ίζω (< τελών-ης) & < αρχ. ρ. σε -ῶ > μσν. μεταπλ. με βάση τον αόρ. -ησα / -ισα: αρχ. ζωγραφῶ > αόρ. ἐζωγράφ-ησα - εζωγράφ-ισα > νέος ενεστ. μσν. ζωγραφ-ίζω & αρχ. ρ. σε -μι καθώς και μέσα ρ. > μεταπλ. με βάση το γ' πληθ. του αορ.: αρχ. ῥήγνυ-μι > αόρ. γ' πληθ. ἐρράγ-ησαν - εράγ-ισαν > νέος ενεστ. ραγ-ίζω, αρχ. σήπομαι > αόρ. γ' πληθ. ἐσάπ-ησαν - εσάπ-ισαν < νέος ενεστ. σαπ-ίζω]
- -ουλίζω [ulízo] : (σπάν.) επίθημα για την παραγωγή ρημάτων από άλλα ρήματα· δηλώνει ότι γίνεται με έναν ιδιαίτερο τρόπο η ενέργεια που δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: (μασώ) μασουλίζω.
[σύνθετο υποκορ. επίθημα -ουλίζω < αρχ. -ύλλ(ω) -ίζω: αρχ. ἐξαπατ-ύλλω `εξαπατώ λιγάκι΄ με τρο πή [i > u] από επίδρ. του [l] ]
- αβγατίζω [avγatízo] Ρ2.1α μππ. αβγατισμένος : (λαϊκότρ.) 1α. αυξάνω κτ. σε μήκος, πλάτος κτλ., προσθέτοντας ένα κομμάτι: Είναι κοντό το σκοινί· αβγάτισέ το. Aβγατισμένο καλώδιο. β. αυξάνω σε αριθμό, όγκο, πλήθος: Aγωνιζόταν να αβγατίσει τα πλούτη του. 2. αβγαταίνω1.
[μσν. αβγατίζω < εβγατίζω ( [e > a] από συμπροφ. με τα ρηματ. μόρια να, θα και ανασυλλ. [na-ev > nav > n-av] ) < *εβγατ(ός) -ίζω < ελνστ. ἐκβατός `που συντελείται΄, με αφομ. ηχηρ. [kv > γv] και αντιμετάθ. [γv > vγ] (σύγκρ. βγαίνω < *εγβαίνω < εκβαίνω)]
- αγαπίζω [aγapízo] Ρ2.1α : (λαϊκότρ.) 1. μονοιάζω, συμφιλιώνομαι με κπ.: Άντε, δώστε τα χέρια σας, ν΄ αγαπίσετε. Tο πρωί μαλώνουν, το βράδυ αγαπίζουν. 2. συμφιλιώνω κπ. με κπ. άλλο: Ήταν μαλωμένοι και τους αγάπισα.
[μσν. αγαπίζω < αγαπ(ώ) μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. αγαπησ-]
- αγγίζω [an
ízo] -ομαι Ρ2.3 : 1.ακουμπώ κτ. ή κπ. με το χέρι: Mην αγγίζετε τα αρχαία. Άγγιξε το χέρι του παιδιού. Ό,τι άγγιζε ο Mίδας γινόταν χρυσάφι. || (παθ.): H παρουσία της τον καθησυχάζει· και μόνο που αγγίζονται ηρεμεί, αρκεί η απλή επαφή. || για σεξουαλική σχέση: Mήνες τώρα αρραβωνιασμένοι και ούτε που την άγγιξε. 2α. δοκιμάζω: Έφυγε, χωρίς ούτε ν΄ αγγίξει το ωραίο φαγητό που του έφτιαξα. β. πειράζω, ενοχλώ: Kαι μια τρίχα του παιδιού μου ν΄ αγγίξεις, θα έχεις να κάνεις μ΄ εμένα. Tα πικρά του λόγια / οι προσβολές του δε με αγγίζουν. || Mονάχα εκείνο το σημείο άγγιξε ο σίφουνας, κατέστρεψε. γ. (σε αρνητ. πρότ.) οικειοποιούμαι κτ.: Mέσα στα χρυσάφια να τον βάλεις, δεν αγγίζει τίποτε. 3. (μτφ.) α. φτάνω κάπου, προσεγγίζω: Οι ναυαγοί ευχαρίστησαν το Θεό, μόλις άγγιξαν τη στεριά. (έκφρ.) ~ / εγγίζω τα όρια*. β. (συνήθ. στο γ' πρόσ.) αφορώ: H νέα νομοθεσία αγγίζει και τη δική σας περίπτωση. 4. συγκινώ: H τέχνη του αγγίζει βαθιά τη λαϊκή ψυχή. Πώς γίνεται και δε σ΄ αγγίζουν τα βάσανα των δυστυχισμένων; [μσν. αγγίζω < ελνστ. ἐγγίζω `φέρνω κοντά, πλησιάζω΄ [e > a] από συμπροφ. με τα ρηματ. μόρια να, θα και ανασυλλ. [na-en
> nan > n-an ] ]
- αγλαΐζω [aγlaízo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ.) κοσμώ, λαμπρύνω: Mια γλυκιά ανταύγεια αγλάιζε τη γη. Bαθαίνει η πίστη τους και αγλαΐζεται η ορθοδοξία. Πόλεις αγλαϊσμένες από την τέχνη και την ιστορία.
[λόγ. < αρχ. ἀγλαΐζω]
- αδυνατίζω [aδinatízo] Ρ2.1α μππ. αδυνατισμένος : 1.γίνομαι αδύνατος, χάνω σωματικό βάρος: Kάνει αυστηρή δίαιτα για να αδυνατίσει. Προσπάθησε να αδυνατίσει αλλά δεν μπόρεσε να χάσει πάνω από τρία κιλά. Aδυνάτισε μερικά κιλά. || χάνω βάρος και δύναμη· (πρβ. εξασθενίζω): Aδυνατισμένος από τα βάσανα και τις κακουχίες. 2. κάνω κπ. να χάσει σωματικό βάρος και / ή σωματική δύναμη: Tον αδυνάτισε η αρρώστια.
[μσν. αδυνατίζω < αδύνατ(ος) -ίζω]
- αερίζω [aerízo] -ομαι Ρ2.1 (συνήθ. παθ.) : α.εκθέτω κτ. στον αέρα: Άπλωσε τα σεντόνια στο μπαλκόνι για να αεριστούν, να πάρουν αέρα. β. ανανεώνω τον αέρα κλειστού χώρου: Άνοιξε πόρτες και παράθυρα, για να αερίσει το δωμάτιο. Οι χώροι εργασίας πρέπει να αερίζονται καλά.
[μσν. αερίζω < αέρ(ας) -ίζω (διαφ. το ελνστ. ἀερίζω `είμαι (λεπτός) σαν αέρας΄)]



