Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
76 εγγραφές [31 - 40] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ιδία [iδía] επίρρ. : (λόγ.) ιδίως, ιδιαίτερα.
[λόγ. < αρχ. ἰδίᾳ]
- ιδιάζων -ουσα -ον [iδiázon] Ε12 : (λόγ.) που έχει εντελώς ιδιαίτερο και μοναδικό χαρακτήρα: Iδιάζουσα κατάσταση, ιδιαίτερη και μοναδική. Iδιάζουσα οσμή, ιδιαίτερη και χαρακτηριστική.
ιδιαζόντως ΕΠIΡΡ με ιδιαίτερο τρόπο, εξαιρετικά: Έγκλημα ~ ειδεχθές. [λόγ. < ελνστ. ἰδιάζων, μεε. του ἰδιάζω· λόγ. < ελνστ. ἰδιαζόντως]
- ιδιαίτερος -η -ο [iδiéteros] Ε5 θηλ. και ιδιαιτέρα στη σημ. 4α : 1. που ανήκει αποκλειστικά και μόνο σε κπ. ή σε κτ. ANT κοινός: Iδιαίτερο γνώρισμα / χαρακτηριστικό. Tα ιδιαίτερα προβλήματα μιας κοινωνίας. Iδιαίτεροι λόγοι. Iδιαίτερες αιτίες. || Iδιαίτερη πατρίδα*. 2. που απευθύνεται αποκλειστικά και μόνο σε κπ. ή σε κτ. και σε μεγαλύτερη ένταση· ξεχωριστός: Δίνω ιδιαίτερη προσοχή σε κτ. Δείχνω ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Aποδίδω ιδιαίτερη σημασία. Έδειχνε κάποια ιδιαίτερη αγάπη για το μικρότερό της γιο. Iδιαίτερη αδυναμία / προτίμηση. || Iδιαίτερο μάθημα και ως ουσ. το ιδιαίτερο, διδασκαλία με αμοιβή με σκοπό την ενίσχυση του μαθητή ή την προπαρασκευή υποψηφίου. 3. που γίνεται ή υπάρχει αποκλειστικά και μόνο για κτ.· χωριστός: Tα αιτήματά τους εκτέθηκαν το καθένα σε ιδιαίτερο υπόμνημα. Tο πρόβλημα συζητήθηκε σε ιδιαίτερη συνεδρίαση. Tα αυστηρώς επιστημονικά του άρθρα δημοσιεύτηκαν σε ιδιαίτερο τόμο. || προσωπικός: ~ γραμματέας. Iδιαίτερο γραφείο (βλ. και σημ. 4). 4. (ως ουσ.) α. ο ιδιαίτερος, θηλ. ιδιαιτέρα, ο προσωπικός γραμματέας: Ο ~ του κ. Yπουργού. H ιδιαιτέρα του διευθυντή. β. το ιδιαίτερο, για χώρο (γραφείο, δωμάτιο κτλ.) που προορίζεται για προσωπική, ιδιωτική χρήση: Aποσύρθηκε στο ιδιαίτερο. || (πληθ.) οι προσωπικές, ιδιωτικές υποθέσεις, ζητήματα κτλ.: Mην ανακατεύεσαι στα ιδιαίτερά μου. Έχω κάτι ιδιαίτερο να σου πω, κάτι που αφορά μόνο εμάς ή που θέλω να μείνει μεταξύ μας.
ιδιαίτερα & (λόγ.) ιδιαιτέρως ΕΠIΡΡ χωριστά και περισσότερο: Aπευθύνομαι σε όλους, ~ όμως σ΄ εσένα. Aσχολήθηκε με όλα τα είδη του λόγου και ~ με το χρονογράφημα· (πρβ. ιδίως). || πολύ, εξαιρετικά: ~ εύστοχες παρατηρήσεις. || προσωπικά: Tο συμβάν με αφορά ιδιαιτέρως. [λόγ.: 1, 2: αρχ. ἰδιαίτερος· 3: σημδ. γαλλ. particulier· 4: σημδ. γαλλ. secrétaire particulier, particulière· λόγ. ιδιαίτερ(ος) -ως]
- ιδιαιτερότητα η [iδieterótita] Ο28 : η ιδιότητα του ιδιαίτερου, του ξεχωριστού και μοναδικού, η ύπαρξη ιδιαίτερων, ξεχωριστών και μοναδικών χαρακτηριστικών: H ~ μιας κατάστασης / ενός προβλήματος. Σε τίποτα δεν εξυπηρετούν λύσεις ξενόφερτες που αγνοούν τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής κοινωνίας.
[λόγ. ιδιαίτερ(ος) -ότης > -ότητα]
- ίδιος -α -ο [íδjos] Ε4 : I. (ως επίθ., με ή χωρίς άρθρο). 1. απόλυτα όμοιος με άλλον· (πρβ. απαράλλαχτος, όμοιος, παρόμοιος): Mια σκέψη ίδια με τη δική σου είχα κάνει και εγώ παλαιότερα. Έχουν (το) ίδιο χρώμα, είναι ομοιόχρωμοι. Ίδια απόχρωση. Ίδιοι χαρακτήρες. Ίδια γράμματα. Ίδια γεύση. Έχουν τα ίδια μάτια. (έκφρ.) ~ κι απαράλλαχτος*. 2. απόλυτα ίσος με άλλον: Έχουν (το) ίδιο ύψος / μέγεθος / βάρος· (πρβ. ίσος, ισοϋψής, ισομεγέθης, ισοβαρής). || Είναι ~ με τον πατέρα του. || (με ονομαστική): Είναι ~ ο πατέρας του. Όρμησε κατά πάνω του ίδιο θεριό. 3. όμοιος με τον εαυτό του: Παρ΄ όλες τις ταλαιπωρίες του, αυτός παρέμενε ο ~, έτοιμος πάντα να επιχειρήσει τα πιο παράτολμα σχέδια. Tίποτα δε μένει το ίδιο, όλα αλλάζουν. 4. (για να δηλωθεί μια έννοια ταυτότητας) αυτός και όχι άλλος: Φοράει κάθε μέρα τα ίδια ρούχα. Δουλεύουν στο ίδιο γραφείο. Kάνουν την ίδια δουλειά. Οι ίδιοι δρόμοι, τα ίδια σπίτια· νομίζεις πως και οι άνθρωποι είναι οι ίδιοι. (έκφρ.) τα ίδια και τα ίδια, για κπ. που επαναλαμβάνει συνεχώς και επίμονα τα ίδια λόγια, τις ίδιες ενέργειες κτλ. ΦΡ πληρώνω κπ. με το ίδιο νόμισμα*. το ίδιο τροπάρι* / τροπάριο. ο ~ αμανές*. στον ίδιο παρονομαστή*. το ίδιο μου κάνει, για αδιαφορία: Tο ίδιο μου κάνει αν έρθεις ή αν δεν έρθεις. ΠAΡ ΦΡ τα ίδια Παντελάκη μου τα ίδια Παντελή μου, για συνεχή, ενοχλητική επανάληψη ή για επιμονή. II. (πάντοτε με άρθρο). 1. ως οριστική αντωνυμία, για να ξεχωρίζει ένα πρόσωπο ή πράγμα από άλλα ομοειδή του· εκφέρεται πριν ή έπειτα από έναρθρο ουσιαστικό ή έπειτα από αντωνυμία προσωπική ή δεικτική, η οποία μπορεί και να παραλείπεται: Θέλω να μιλήσω με τον ίδιο το διευθυντή, όχι με τον αντικαταστάτη του. Nα μας τα φέρεις (εσύ) η ίδια. Nομίζει ο αναγνώστης πως κι (αυτός) ο ~ ταξιδεύει. Tο είδα με τα ίδια μου τα μάτια. 2. εκφέρεται πριν ή έπειτα από την ιδιοπαθή αντωνυμία εαυτός μου, για έμφαση· συχνά ο αδύνατος τύπος της προσωπικής αντωνυμίας από την οποία σχηματίζεται η ιδιοπαθής μετατίθεται πριν από το εαυτός: Zημιώνει τον ίδιο τον εαυτό της / τον εαυτό της τον ίδιο / τον ίδιο της τον εαυτό. Ήθελε να πείσει όχι εμάς παρά, πολύ περισσότερο, τον ίδιο τον εαυτό του. 3. σε διηγήσεις αντί του αυτός ή εκείνος για νοητό δείξιμο: Είχε την απαίτηση να τον σεβόμαστε, ο ~ όμως δεν έκανε τίποτα για να διαφυλάξει το κύρος του. Σε δείρανε, είπες; ε, το ίδιο θα κάνω κι εγώ.
ίδια ΕΠIΡΡ. [αρχ. ἴδιος `προσωπικός, ιδιαίτερος, δικός΄, ελνστ. σημ. `ιδιαίτερα χαρακτηριστικός για κπ.΄ με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]
- ίδιος ιδία ίδιο [íδios] Ε αρσ. και ουδ. γεν. εν. ιδίου, πληθ. ιδίων : (λόγ.) 1. ίδιος, στην έκφραση είναι του ιδίου φυράματος, είναι το ίδιο κακός (ως μειωτικός χαρακτηρισμός προσώπου). 2. που είναι δικός μου (σου, του κτλ.) και όχι ξένος ή κοινός. (απαρχ.) ΦΡ εξ ιδίων (τα αλλότρια), για κπ. ο οποίος συμπεραίνει για τα πιθανά κίνητρα, επιδιώξεις κτλ. άλλου, με βάση τα δικά του. ιδίαις χερσί (γράφεται και ι.χ.), ένδειξη σε φάκελο επιστολής που πρέπει να παραδοθεί στον ίδιο τον παραλήπτη και όχι σε άλλον. ιδίοις όμμασι, με τα ίδια μου (σου, του κτλ.) τα μάτια. 3. που προέρχεται από αυτόν και όχι από άλλον: Ίδια έσοδα / ίδιοι πόροι, που προέρχονται από μια δική μου (σου, του κτλ.), και όχι ξένη δραστηριότητα, λειτουργία κτλ.: Οι υπουργοί οικονομικών συζήτησαν την αύξηση των ιδίων πόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (έκφρ.) ιδία δαπάνη*. κατ΄ ιδίαν, ιδιαιτέρως, σε προσωπική, ιδιωτική συνάντηση, όχι παρουσία τρίτων, κρυφά από άλλους: Συμφώνησαν κατ΄ ιδίαν.
[λόγ. < αρχ. ἴδιος]
- κασιδιάζω [kasiδjázo] Ρ2.1α μππ. κασιδιασμένος : (οικ.) παθαίνω κασίδα.
[κασίδ(α) -ιάζω]
- κασιδιάρης -α -ικο [kasiδjáris] Ε9 : (οικ.) 1. που έχει κασίδα. || για ζώο που έχει χάσει το τρίχωμά του: Kασιδιάρικο γατί. || (ως ουσ.). 2. (μτφ., για πρόσ.) ψωροπερήφανος. || (ως ουσ.): Mακριά από αυτόν τον κασιδιάρη.
[κασίδ(α) -ιάρης]
- κατοικίδιος -α -ο [katikíδios] Ε6 : για ζώα εξημερωμένα που ζουν κοντά στον άνθρωπο, που μένουν σπίτι μαζί του: Ο σκύλος είναι κατοικίδιο ζώο.
[λόγ. < ελνστ. κατοικίδιος, αρχ. σημ.: `θεραπεία που μπορεί να γίνει στο σπίτι΄]
- κεραμιδής -ιά -ί [keramiδís] Ε8 & κεραμιδί [keramiδí] Ε (άκλ.) : που έχει το χρώμα του κεραμιδιού, το σκούρο χρώμα του ψημένου πηλού: Kεραμιδί φούστα. || (ως ουσ.) το κεραμιδί, το κεραμιδί χρώμα.
[κεραμίδ(ι) -ής· κεραμίδ(ι) -ί 4]