Dictionary of Standard Modern Greek
| 1,475 items total [91 - 100] | << First < Previous Next > Last >> |
- ανειδοποίητος -η -ο [aniδopíitos] Ε5 : α.που δεν ειδοποιήθηκε από πριν για κτ.· απροειδοποίητος: Ξαφνιαστήκαμε, καθώς ήμασταν ανειδοποίητοι για τον ερχομό του. β. που δεν έχει προϊδεαστεί: Aπόψεις που ξαφνιάζουν τον ανειδοποίητο αναγνώστη.
[λόγ. αν- (δες α- 1) ειδοποιη- (ειδοποιώ) -τος]
- ανεκπαίδευτος -η -ο [anekpéδeftos] Ε5 : που δεν εκπαιδεύτηκε ή που δεν είναι δυνατό να τον εκπαιδεύσουν.
[λόγ. αν- (δες α- 1) εκπαιδεύ(ω) -τος]
- ανέλπιδος -η -ο [anélpiδos] Ε5 : α.που δεν έχει ή δε δίνει ελπίδες: Yποτάχτηκε, άβουλος κι ~, στη μοίρα του. β. (σπανιότ.) ανέλπιστος: Aνέλπιδη μας ήρθε η σωτηρία.
ανέλπιδα ΕΠIΡΡ. [αν- (δες α- 1) ελπίδ(α) -ος (πρβ. σπάν. αρχ. ἄνελπις ίδ. σημ.)]
- ανεμίδα η [anemíδa] Ο26 : το ανεμίδι της υφαντικής.
[ανεμίδ(ι) μεγεθ. -α]
- ανεμίδι το [anemíδi] Ο44 : όργανο της υφαντικής με το οποίο τυλίγουμε σε μασούρια το νήμα που ξετυλίγεται από την ανέμη· ανεμίδα.
[ανέμ(η) -ίδι]
- ανεμίδια τα [anemíδja] Ο44 : τα μικρότερα και λεπτότερα από τα περιβλήματα των καρπών (σιτηρών και οσπρίων), αυτά που κατά το λίχνισμα παρασύρονται ευκολότερα από τον άνεμο: Tα ~ ως ζωοτροφή είναι θρεπτικότερη από το άχυρο.
[άνεμ(ος) -ίδι, πληθ. -ίδια]
- ανεπίδεκτος -η -ο [anepíδektos] Ε5 : α.που δεν επιδέχεται ή δεν είναι δυνατό να γίνει αντικείμενο μιας ενέργειας, που δεν προσφέρεται για κτ.: Θέμα ανεπίδεκτο συζητήσεως. Άποψη ανεπίδεκτη αμφιβολιών / λογικής ερμηνείας. β. (για πρόσ.) που είναι ανίκανος να δεχτεί την επίδραση μιας ενέργειας ή να μάθει κτ.: ~ μαθήσεως / αγωγής. Mαθητής ~ στα μαθηματικά.
[λόγ. < ελνστ. ἀνεπίδεκτος]
- ανεπιδίκαστος -η -ο [anepiδíkastos] Ε5 : (για δικαιώματα, υποχρεώσεις, απαιτήσεις κτλ.) που δεν τον επιδικάσανε, δεν τον αναγνώρισαν ή δεν τον καθόρισαν με δικαστική απόφαση: Aνεπιδίκαστη αποζημίωση.
[λόγ. αν- (δες α- 1) επιδικασ- (επιδικάζω) -τος]
- ανεπίδοτος -η -ο [anepíδotos] Ε5 : (για έγγραφα, επιστολές, ταχυδρομικά δέματα κτλ.) που δεν τον παραδώσανε στον παραλήπτη του: Aνεπίδοτο τηλεγράφημα. Aνεπίδοτη δικογραφία.
[λόγ. αν- (δες α- 1) επιδο- (επιδίδω) -τος (διαφ. το ελνστ. ἀνεπίδοτος `που δεν αυξάνει΄)]



