Dictionary of Standard Modern Greek
| 25 items total [21 - 25] | << First < Previous Next > Last >> |
- ποδηγεσία η [poδijesía] Ο25 : (λόγ.) η ποδηγέτηση.
[λόγ. < ελνστ. ποδηγεσία]
- ποδηγέτηση η [poδijétisi] Ο33 : (λόγ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ποδηγετώ, καθοδήγηση, διαπαιδαγώγηση. || χειραγώγηση.
[λόγ. ποδηγετη- (ποδηγετώ) -σις > -ση]
- ποδηγετώ [poδijetó] -ούμαι Ρ10.9 : (λόγ.) καθοδηγώ κπ., τον κατευθύνω πνευματικά, ηθικά· διαπαιδαγωγώ. || (αρνητικά) ασκώ έντονη επίδραση πάνω σε κπ., τον κατευθύνω εκεί που θέλω αφαιρώντας του κάθε πρωτοβουλία και ανεξαρτησία στη σκέψη και στη δράση· χειραγωγώ2β: Οι δημαγωγοί πολιτικοί προσπαθούν να ποδηγετήσουν τις μάζες που τους ακολουθούν.
[λόγ. < αρχ. ποδηγετῶ]
- στρατηγείο το [stratijío] Ο39 : 1. (στρατ.) α. η έδρα του διοικητή μεγάλης μονάδας και του επιτελείου του: Yπηρετεί στο ~. β. το σύνολο των προσώπων που υπηρετούν στο στρατηγείο: Λόχος / ίλη στρατηγείου. 2. (μτφ.) η έδρα του ηγετικού πυρήνα ενός οργανωμένου συνόλου, μιας οργάνωσης που πρέπει να καταρτίσει και να συντονίσει ένα σχέδιο δράσης: Στα εκλογικά στρατηγεία των κομμάτων γίνονται συνεχείς συσκέψεις.
[λόγ. < ελνστ. στρατηγεῖον, αρχ. στρατήγιον `χώρος συνέλευσης των στρατηγών στην Aθήνα΄]
- υφηγεσία η [ifijesía] Ο25 : πανεπιστημιακός τίτλος τον οποίο αποκτά κάποιος, όταν εγκριθεί η ειδική επιστημονική εργασία που έχει υποβάλει σε επιτροπή πανεπιστημιακών καθηγητών: Διατριβή για ~.
[λόγ. υφη γ(ητής) -εσία μορφολογικά σφαλερός σχημ. κατά το σχ.: καθηγητής - καθηγεσία]



