Dictionary of Standard Modern Greek
| 177 items total [141 - 150] | << First < Previous Next > Last >> |
- νευρώδης -ης -ες [nevróδis] Ε11 : που τον διακρίνει η ζωτικότητα ή η ζωηρότητα: Έχει νευρώδες σώμα. Είναι ~. || (μτφ.): Nευρώδες ύφος, όταν ο συγγραφέας εκφράζεται με παραστατικότητα και συντομία.
[λόγ. < αρχ. νευρώδης]
- νευρώνας ο [nevrónas] Ο2 : (ανατ.) το νευρικό κύτταρο και οι αποφύσεις του.
[λόγ. νευρ(ών) -ώνας < γαλλ. neuron < αρχ. νεῦρ(ον) -on]
- νεύρωση η [névrosi] Ο33 : I.(ιατρ.) παθολογική κατάσταση των νεύρων που εκδηλώνεται: 1. με σωματικά συμπτώματα: ~ του στομάχου. 2. με διαταραχές στη συμπεριφορά και στην ψυχική διάθεση, παρά τις οποίες όμως ο ασθενής διατηρεί τον έλεγχο του εαυτού του και την επαφή με το περιβάλλον του· (πρβ. ψύχωση). II1. (βοτ., ζωολ.) δέσμη ινών στα φύλλα των φυτών ή στα πτερύγια των εντόμων. || η διάταξη των νευρικών ινών στο φύλλο. 2. (τεχν.) κάθε διάταξη στοιχείων που μοιάζει με εκείνη των νεύρων.
[λόγ.: I: γαλλ. névrose < αρχ. νεῦρ(ον) + -ose = -ωσις > -ωση· II: νεύρ(ον) + -ωσις > -ωση απόδ. γαλλ. nervure]
- νευρωτικός -ή -ό [nevrotikós] Ε1 : που υποφέρει από νεύρωσηI: Nευρωτικό άτομο. || (ως ουσ.) ο νευρωτικός, θηλ. νευρωτική.
[λόγ. < γαλλ. névrotique < névro(se) = νεύρω(σις)I -tique = -τικός]
- οκτάπλευρος -η -ο [oktáplevros] & οχτάπλευρος -η -ο [oxtáplevros] Ε5 : (για γεωμετρικό σχήμα) που έχει οχτώ πλευρές. || (ως ουσ.) το οκτάπλευρο & το οχτάπλευρο, για οκτάπλευρο σχήμα.
[λόγ. < ελνστ. ὀκτάπλευρος· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
- ολόπλευρος -η -ο [olóplevros] Ε5 : που αφορά όλα τα στοιχεία, όλα τα τμήματα της έννοιας στην οποία αναφέρεται· (πρβ. πλήρης): Ολόπλευρη ανάλυση / ανάπτυξη / κατανόηση ενός θέματος. Ολόπλευρη οικονομική ανάπτυξη της χώρας.
ολόπλευρα ΕΠIΡΡ: Άνθρωπος ~ καλλιεργημένος. [λόγ. ολο- + πλευρ(ά) -ος]
- πανευρωπαϊκός -ή -ό [panevropaikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται σε όλη την Ευρώπη ή σε όλους τους Ευρωπαίους. α. που οι συμμετέχοντες σ΄ αυτόν προέρχονται από όλες τις χώρες της Ευρώπης: Πανευρωπαϊκό συνέδριο. Πανευρωπαϊκοί αγώνες στίβου. || (ως ουσ.) οι Πανευρωπαϊκοί, αθλητικοί αγώνες που διεξάγονται μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών: Οι Πανευρωπαϊκοί της Aθήνας. β. που συμβαίνει, γίνεται κτλ. σε όλες τις χώρες της Ευρώπης: Πανευρωπαϊκή κινητοποίηση για την καταπολέμηση της ρατσιστικής βίας. (επιρρ. έκφρ.) σε πανευρωπαϊκή κλίμακα, σε όλη την Ευρώπη.
[λόγ. παν- + ευρωπαϊκός μτφρδ. αγγλ.(;) pan-european (pan- = παν-)]
- παράπλευρος -η -ο [paráplevros] Ε5 : που βρίσκεται δίπλα και συνεχόμε να σε κτ. άλλο, πλαϊνός, διπλανός. || (γεωμ.) παράπλευρη επιφάνεια, που αποτελείται από τις έδρες ενός στερεού εκτός των βάσεων: Παράπλευρη επιφάνεια κύλινδρου / πυραμίδας. || (ιατρ.) παράπλευρη κυκλοφορία (αίματος), που γίνεται μέσο γειτονικών αγγείων, όταν η φυσιολογική οδός αχρηστεύεται για κάποιους λόγους.
παραπλεύρως ΕΠIΡΡ (λόγ.) δίπλα. [λόγ. παρα- 1 πλευρ(ά) -ος μτφρδ. γαλλ. latéral· λόγ. παράπλευρ(ος) -ως]
- παρευρίσκομαι [parevrískome] Ρ αόρ. παρευρέθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και παρευρέθη, παρευρέθησαν, απαρέμφ. παρευρεθεί & παραβρίσκομαι [paravrískome] Ρ αόρ. παραβρέθηκα, απαρέμφ. παραβρεθεί : είμαι παρών, παρίσταμαι κάπου (σ΄ ένα χώρο, σε μια εκδήλωση κτλ.): Στη συγκέντρωση παραβρέθηκαν βουλευτές της περιοχής και εκπρόσωποι τοπικών οργανώσεων.
[λόγ. παρ(α)- 1 ευρίσκομαι μτφρδ. γαλλ. y être (διαφ. το αρχ. παρευρίσκω, -ομαι `ανακαλύπτω επιπλέον΄)· προσαρμ. στη δημοτ. με εισαγωγή ολόκληρου του προθήματος παρα- 1]
- πατατάλευρο το [patatálevro] Ο41 : σκόνη από πατάτες, σαν αλεύρι, που χρησιμοποιείται στη μαγειρική και στη ζαχαροπλαστική.
[λόγ. πατάτ(α) + άλευρον μτφρδ. γερμ. Kartoffelmehl]



