Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %ειδ%
229 εγγραφές [91 - 100]
ευσυνείδητος -η -ο [efsiníδitos] Ε5 : 1.που ενεργεί σύμφωνα με τις επιταγές της ηθικής του συνείδησης, με αποτέλεσμα να εκτελεί το καθήκον του με επιμέλεια, με ενδιαφέρον και με εντιμότητα. ANT ασυνείδητος: Είναι ~ υπάλληλος / τεχνίτης / γιατρός / δάσκαλος. Ένας ~ οδηγός δε θα εγκατέλειπε αβοήθητο το θύμα του. 2. για έργο ή για ενέργεια που έχει γίνει με επιμέλεια, ενδιαφέρον και εντιμότητα: Έκανε μια πολύ ευσυνείδητη δουλειά. ευσυνείδητα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. εὐσυνείδητος `με καθαρή συνείδηση, τίμιος΄ σημδ. γαλλ. consciencieux]

ζείδωρος -ος / -η -ο [zíδoros] Ε17 : (λόγ.) που δίνει ζωή· ζωογόνος: Tο ζείδωρο φως του ήλιου. Zείδωρη αύρα. H ~ Ελευθερία.

[λόγ. < ελνστ. ζείδωρος < αρχ. ζείδωρος `που παράγει ζειά, ένα είδος σταριού΄ (η παρετυμ.: ζωή + δώρον ήδη από την ελνστ. εποχή)]

ηθμοειδής -ής -ές [iθmoiδís] Ε10 : (ανατ.) που μοιάζει με ηθμό· σπογγώδης, πωρώδης: Hθμοειδείς αρτηρίες. Hθμοειδές οστό και ως ουσ. το ηθμοειδές, μικρό οστό του κρανίου που βρίσκεται ανάμεσα στο μετωπιαίο, το σφηνοειδές και τις οφθαλμικές κόγχες.

[λόγ. < αρχ. ἠθμοειδής]

θαλαμοειδής -ής -ές [θalamoiδís] Ε10 : που έχει σχήμα θαλάμου: ~ τάφος, είδος τάφου προϊστορικής εποχής.

[λόγ. θάλαμ(ος) -ο- + -ειδής]

θαμνοειδής -ής -ές [θamnoiδís] Ε10 : που μοιάζει με θάμνο, που έχει τις διαστάσεις θάμνου· θαμνώδης2: Θαμνοειδές φυτό. ~ βλάστηση.

[λόγ. < ελνστ. θαμνοειδής]

θυμοειδής -ής -ές [θimoiδís] Ε10 : (λόγ.) ζωηρός, ορμητικός, δυνατός. || (ως ουσ.) το θυμοειδές, το θυμικό.

[λόγ. < αρχ. θυμοειδής]

θυρεοειδής -ής -ές [θireoiδís] Ε10 : (ανατ.) ~ αδένας και ως ουσ. ο θυρεοειδής, ενδοκρινής αδένας που βρίσκεται στο εμπρός και κάτω τμήμα του λαιμού και οι ορμόνες του οποίου ρυθμίζουν το γενικό μεταβολισμό του οργανισμού: Yπερλειτουργία / υπολειτουργία του θυρεοειδή.

[λόγ. < ελνστ. θυρεοειδής (επειδή μοιάζει με ασπίδα, δες στο θυρεός)]

ιπποειδή τα [ipoiδí] Ο (βλ. Ε10) : (ζωολ.) οικογένεια μονόχηλων θηλαστικών στην οποία ανήκει το άλογο, ο ημίονος, ο γάιδαρος, η ζέβρα κ.ά.

[λόγ. ιππο-I + -ειδή, ουδ. πληθ. του -ειδής, μτφρδ. νλατ. equidae]

κακτοειδής -ής -ές [kaktoiδís] Ε10 : (βοτ.) γενική ονομασία φυτών που ανήκουν στα δικοτυλήδονα: H φραγκοσυκιά είναι κακτοειδές φυτό. || (ως ουσ.) τα κακτοειδή, οικογένεια τροπικών δικοτυλήδονων πολυετών φυτών, με πράσινο και σαρκώδη κορμό με λεία ή αυλακωτή επιφάνεια και με αγκάθια στη θέση των φύλλων, που αντέχουν πολύ στην ξηρασία.

[λόγ. κάκτ(ος) -ο- + -ειδής μτφρδ. γαλλ. cactacées (πληθ.)]

καλειδοσκοπικός -ή -ό [kaliδoskopikós] Ε1 : που έχει σχέση με το καλειδοσκόπιο.

[λόγ. καλειδοσκόπ(ιον) -ικός]

< Προηγούμενο   1... 8 9 [10] 11 12 ...23   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες