Dictionary of Standard Modern Greek
| 77 items total [31 - 40] | << First < Previous Next > Last >> |
- δυναμίτης ο [δinamítis] Ο10 : 1. δυναμίτιδα: Aνατίναξαν τη γέφυρα με δυναμίτη. Έβαλαν δυναμίτη για να ανοίξουν στοές στο ορυχείο. 2. (μτφ.) α. για ενέργεια που μπορεί να δημιουργήσει εκρηκτική κατάσταση με καταστρεπτικά αποτελέσματα: Aποφάσεις και μέτρα που είναι ~ στα θεμέλια της παιδείας / του κράτους. β. για πολύ δυνατό ποτό ή για πολύ βαρύ φαγητό που δημιουργεί έντονες στομαχικές ενοχλήσεις: Aυτό το κρασί / το λουκάνικο είναι ~.
[1: μεταπλ. του λόγ. δυναμίτις (= δυναμίτιδα) με βάση την αιτ. δυναμίτιν· 2: σημδ. αγγλ. dynamite]
- δυναμίτιδα η [δinamítiδa] Ο28 : εκρηκτική ύλη που έχει ως βάση τη νιτρογλυκερίνη· συσκευάζεται σε χάρτινους κάλυκες και εκπυρσοκροτεί με μεγάλο θόρυβο, όταν ανάψει το φιτίλι με το οποίο συνδέεται: Ο Nόμπελ είναι ο εφευρέτης της δυναμίτιδας.
[λόγ. < διεθ. dynamite (από τα σουηδικά) < αρχ. δύναμ(ις) -ite = -ίτις > -ίτιδα]
- δυναμιτίζω [δinamitízo] -ομαι Ρ2.1 : επιχειρώ να ανατρέψω μια κατάσταση, να εμποδίσω την ομαλή εξέλιξη μιας διαδικασίας, με πράξεις ή με λόγια: Δυναμιτίζεται η εθνική ενότητα.
[λόγ. δυναμίτ(ιδα) -ίζω μτφρδ. αγγλ. dynamite]
- δυναμιτιστής ο [δinamitistís] Ο7 θηλ. δυναμιτίστρια [δinamitístria] Ο27 : 1α. αυτός που είναι ειδικός στις εκρήξεις με δυναμίτιδα σε ορυχεία, σε λατομεία κτλ. β. αυτός που εκδηλώνει την αντίθεσή του στο πολιτικό ή κοινωνικό καθεστώς, με την τοποθέτηση εκρηκτικών μηχανισμών σε κατάλληλα σημεία. 2. (μτφ.) αυτός που δυναμιτίζει, που εμποδίζει την ομα λή εξέλιξη μιας ενέργειας ή μιας κατάστασης.
[λόγ. < γαλλ. dynamit(eur) < dynamit(e) = δυναμίτ(ιδα) -eur = -ιστής· λόγ. δυναμιτι σ(τής) -τρια]
- δυναμιτιστικός -ή -ό [δinamitistikós] Ε1 : που έχει σχέση με το δυναμιτιστή: Δυναμιτιστική απόπειρα / ενέργεια μιας τρομοκρατικής οργάνωσης. || (μτφ.): Δυναμιτιστικά συνθήματα.
[λόγ. δυναμιτιστ(ής) -ικός]
- δυναμό το [δinamó] Ο (άκλ.) : μηχανή που παράγει ηλεκτρικό ρεύμα μετατρέποντας τη μηχανική ενέργεια σε ηλεκτρική· δυναμομηχανή, δυναμοηλεκτρική μηχανή: ~ αυτοκινήτου / ποδηλάτου.
[λόγ. < γαλλ. dynamo (θηλ. που θεωρήθηκε ουδ. από την κατάλ.) < dyname < αρχ. δύναμις]
- δυναμο- [δinamo] & δυναμό- [δinamó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : το ουσ. δύναμη ως α' συνθετικό: 1. σε σύνθετα ονόματα εργαλείων ή συσκευών: ~γράφος, ~δείκτης, δυναμόμετρο, δυναμόκλειδο, ~πολύγωνο, ~σκόπιο. 2. σε σύνθετα επίθετα: ~γόνος, ~ηλεκτρικός.
[λόγ. < γαλλ. dynamo- < αρχ. δύναμ(ις) -ο- ως α' συνθ.: δυναμό-μετρον < γαλλ. dynamomètre]
- δυναμογόνος -ος / -α -ο [δinamoγónos] Ε14 : που παράγει δύναμη.
[λόγ. < γαλλ. dynamogène < dynamo- = δυνα μο- + -gène = -γόνος]
- δυναμογράφος ο [δinamoγráfos] Ο18 : όργανο που καταγράφει την παραγόμενη δύναμη.
[λόγ. < γαλλ. dynamographe < dynamo- = δυνα μο- + -graphe = -γράφος]
- δυναμοηλεκτρικός -ή -ό [δinamoilektrikós] Ε1 : που αναφέρεται στο δυναμικό ηλεκτρισμό: Δυναμοηλεκτρική μηχανή, δυναμό, δυναμομηχανή.
[λόγ. < γαλλ. dynamo-électrique < dynamo- = δυνα μο- + électrique = ηλεκτρικός]



