Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: %δουλ%
75 items total [51 - 60]
λεπτοδουλειά η [leptoδulá] Ο24 : χαρακτηρισμός εργασίας που εκτελείται με το χέρι (και με κατάλληλα εργαλεία) και που απαιτεί ιδιαίτερη επιδεξιότητα, ακρίβεια, προσοχή στη λεπτομέρεια και γενικότερα υψηλή ποιότητα κατασκευής. ANT χοντροδουλειά2: Tο έπιπλο / το κόσμημα / το κέντημα έχει (επάνω του) πολλή ~.

[λόγ. λεπτο- + δουλειά]

λεπτοδουλεμένος -η -ο [leptoδuleménos] Ε3 : που τον έχουν επεξεργαστεί με το χέρι (και με κατάλληλα όργανα) και με ιδιαίτερη επιδεξιότητα, ακρίβεια, προσοχή στη λεπτομέρεια και γενικότερα που τον χαρακτηρίζει υψηλή ποιότητα κατασκευής: Λεπτοδουλεμένα κοσμήματα / έπιπλα / κεντήματα.

[λόγ. λεπτο- + δουλεμένος μππ. του δουλεύω]

μεδούλι το [meδúli] Ο44 : 1. μαλακή και πυκνόρρευστη ουσία που βρίσκεται στο εσωτερικό των κοίλων οστών· μυελός των οστών: Γλείφει τα κόκαλα και ρουφάει το ~ τους. ΦΡ ως το ~, για μεγάλη ένταση αισθήματος ή συναισθήματος και γενικά για κατάσταση ή ιδιότητα που υπάρχει ή εμφανίζεται σε μεγάλο βαθμό: Είναι ερωτευμένος ως το ~. Ο λαϊκός μας πολιτισμός έχει διαβρωθεί ως το ~ από ξένα πρότυπα. 2. (μτφ.) το βασικότερο, το πιο σημαντικό τμήμα, στοιχείο: Tο ~ της ανθρώπινης ζωής είναι η ελευθερία.

[μσν. *μεδούλλιον υποκορ. του *μεδούλλα < λατ. medulla (ορθογρ. απλοπ.)]

μεροδούλι το [meroδúli] Ο44α : κυρίως στην έκφραση ~ μεροφάι, για μεροκάματο τόσο χαμηλό, που μόλις καλύπτει τα καθημερινά έξοδα. || (λογοτ., λαϊκότρ.) το μεροκάματο.

[μέρ(α) -ο- + δουλ(ειά) -ι]

μπερδεψοδουλειά η [berδepsoδulá] Ο24 : (οικ.) δουλειά, υπόθεση, επιχείρηση κτλ. πολύπλοκη, δύσκολη ή ύποπτη: M΄ αυτές τις μπερδεψοδουλειές θα βρεις τον μπελά σου.

[μπερδεψ(ιά) -ο- + δουλειά]

ξενοδουλεύω [ksenoδulévo] Ρ5.2α : συνήθ. για γυναίκα η οποία εργάζεται με ημερομίσθιο ως οικιακή βοηθός σε διάφορα σπίτια ή ως καθαρίστρια σε γραφεία κτλ: Ξενοδουλεύει για να μεγαλώσει τα παιδιά της.

[ξενο- + δουλεύω]

ξενόδουλος -η -ο [ksenóδulos] Ε5 : που εξυπηρετεί ξένα συμφέροντα, συνήθ. μεγάλων και ισχυρών κρατών, που είναι υποταγμένος στη δική τους πολιτική: Ξενόδουλο καθεστώς. Ξενόδουλη πολιτική. || (ως ουσ., για πρόσ.) ο ξενόδουλος: Οι ξενόδουλοι πούλησαν την πατρίδα μας.

[λόγ. ξενο- + δούλ(ος) -ος]

παλιοδουλειά η [paloδulá] Ο24 : 1.δουλειά, δραστηριότητα από ηθική άποψη επιλήψιμη (ανήθικη, ύποπτη, παράνομη κτλ.). 2. δουλειά, εργασία που είναι γενικώς επαχθής (δύσκολη, ανιαρή, επικίνδυνη κτλ.) και συνήθ. δεν προσφέρει σημαντική ικανοποίηση (ηθική ή υλική): Πού τη βρήκες κι εσύ τέτοια ~, να πρέπει να σηκώνεσαι από τις πέντε τα χαράματα;

[παλιο-Ι + δουλειά]

παραδουλεύτρα η [paraδuléftra] Ο25 : γυναίκα που βοηθάει με πληρωμή τη νοικοκυρά στις δουλειές του σπιτιού· γυναίκα3: H ~ έρχεται μια φορά τη βδομάδα και βοηθάει στο καθάρισμα του σπιτιού.

[παρα- 1 δουλεύτρα]

παραδουλεύω [paraδulévo] Ρ5.2 : δουλεύω πάρα πολύ, υπερβολικά: Παραδούλεψες αυτή τη βδομάδα.

[παρα- 2 + δουλεύω]

< Previous   1... 4 5 [6] 7 8   Next >
Go to page:Go