Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 55 εγγραφές [51 - 55] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υπεραισιοδοξία η [iperesioδoksía] Ο25 : υπερβολική ή υπέρμετρη αισιοδοξία.
[λόγ. υπερ- + αισιοδοξία]
- υπεραισιόδοξος -η -ο [iperesióδoksos] Ε5 : που είναι υπερβολικά ή υπέρμετρα αισιόδοξος, που χαρακτηρίζεται από υπεραισιοδοξία.
[λόγ. υπερ- + αισιόδοξος]
- φιλοδοξία η [filoδoksía] Ο25 : η ιδιότητα του φιλόδοξου, η αγάπη, η επιδίωξη της δόξας, της φήμης, της ανάδειξης: H ~ του είναι μια μέρα να κυβερνήσει / να φτάσει ψηλά. Εκπλήρωσε όλες τις φιλοδοξίες του. α. (θετ.) η θέληση, η (έντονη) επιθυμία και η προσπάθεια για την επιτέλεση σημαντικών πράξεων και την επίτευξη υψηλών στόχων: Mοναδική του ~ είναι να είναι χρήσιμος στην κοινωνία. β. (αρνητ.) η υπέρμετρη επιθυμία και προσπάθεια για προσωπική ανάδειξη και προβολή: Aχαλίνωτη / άκρατη / άμετρη ~. Στις ενέργειές του οδηγήθηκε από καθαρή / προσωπική ~.
[λόγ. < ελνστ. φιλοδοξία]
- φιλόδοξος -η -ο [filóδoksos] Ε5 : που διακατέχεται από φιλοδοξία: Φιλό δοξο εγχείρημα / πρόγραμμα. Δεν πραγματοποίησε τελικά τα φιλόδοξα σχέδιά του / όνειρά του.
φιλόδοξα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. φιλόδοξος]
- φιλοδοξώ [filoδοksó] Ρ10.9α : διακατέχομαι από φιλοδοξία: Φιλοδοξεί να κυβερνήσει / να αναδειχτεί κοινωνικά / να κατακτήσει το πρωτάθλη μα.
[λόγ. < αρχ. φιλοδοξῶ]



