Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: %δοκ%
89 items total [61 - 70]
κλειδοκράτορας ο [kliδokrátoras] Ο5 θηλ. κλειδοκρατόρισσα [kliδοkra tórisa] Ο27 : συνήθ. με περιπαικτική διάθεση, αυτός που είναι υπεύθυνος για τη φύλαξη ενός πράγματος.

[λόγ. κλειδο- 1 + -κράτωρ > -κράτορας κατά το κοσμοκράτωρ (δες κοσμοκράτορας)· λόγ. κλειδοκρατορ- (κλειδοκράτωρ) -ισσα]

κλειδοκύμβαλο το [kliδokímvalo] Ο42 : (παρωχ.) το πιάνο.

[λόγ. κλειδο- 1 + κύμβαλον μτφρδ. γαλλ. clavicorde ή ιταλ. clavicordio (clavi- `κλειδί΄)]

λαδόκολα η [laδókola] Ο27 : το λαδόχαρτο.

[λαδο- + κόλα]

ξαναδοκιμάζω [ksanaδokimázo] -ομαι Ρ2.1 : δοκιμάζω κτ. ξανά: Θέλω να ξαναδοκιμάσω από αυτό το γλυκό. Πρέπει να ξαναδοκιμάσεις!, να ξαναπροσπαθήσεις.

[ξανα- + δοκιμάζω]

οδοκαθαριστής ο [oδokaθaristís] Ο7 : αυτός, ιδίως δημοτικός υπάλληλος, που ασχολείται με το σκούπισμα των δρόμων· σκουπιδιάρης: Aπεργία οδοκαθαριστών.

[λόγ. οδο- + καθαριστής]

παιδοκομία η [peδokomía] Ο25 : (λόγ.) η ανατροφή και η φροντίδα μικρών παιδιών.

[λόγ. < ελνστ. παιδοκομία]

παιδοκομικός -ή -ό [peδokomikós] Ε1 : (λόγ.) που ανήκει ή αναφέρεται στην παιδοκομία.

[λόγ. παιδοκομ(ία) -ικός]

παιδοκόμος ο [peδokómos] Ο18 θηλ. παιδοκόμος [peδokómos] Ο35 : (λόγ.) αυτός που ασχολείται με την παιδοκομία.

[λόγ. < ελνστ. παιδοκόμος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

παιδοκομώ [peδokomó] Ρ10.9α : φροντίζω για την ανατροφή μικρών παιδιών.

[λόγ. < ελνστ. παιδοκομῶ]

παιδοκτονία η [peδoktonía] Ο25 : η δολοφονία παιδιού, συνήθ. από τη μητέρα του ή τον πατέρα του. || (ειδικότ., νομ.) η δολοφονία του παιδιού από τη μητέρα του κατά τη διάρκεια του τοκετού ή λίγο ύστερα από αυτόν.

[λόγ. < ελνστ. παιδοκτονία]

< Previous   1... 5 6 [7] 8 9   Next >
Go to page:Go