Dictionary of Standard Modern Greek
| 42 items total [11 - 20] | << First < Previous Next > Last >> |
- γυριστός -ή -ό [jiristós] Ε1 : που η άκρη του έχει καμπυλωτό σχήμα: Ομπρέλα με γυριστή λαβή. Γυριστά ματοτσίνορα. || ~ γιακάς, ψηλός γιακάς που διπλώνει στην άκρη. || Γυριστή σκάλα, περιστροφική.
[μσν. γυριστός < γυρισ- (γυρίζω) -τός]
- γυρίστρα η [jirístra] Ο25 : (μειωτ.) γυναίκα που, για να περάσει την ώρα της, γυρίζει άσκοπα στους δρόμους ή επισκέπτεται, πολλές φορές φορτικά, φίλους και γνωστούς, παραμελώντας τις οικογενειακές της υποχρεώσεις· τριγυρίστρα 1.
[γυρισ- (γυρίζω) -τρα]
- κακογυρισμένος -η -ο [kakojirizménos] Ε3 : για ταινία που δεν είναι σκηνοθετημένη με επιτυχία.
[κακο- + γυρισμένος μππ. του γυρίζω]
- κλωθογυρίζω [kloθojirízo] Ρ2.1α : (οικ.) για κτ. που στριφογυρνά επίμονα στο μυαλό μου, που με απασχολεί συνεχώς, συνήθ. γιατί δεν μπορώ ή δε θέλω να δώσω λύση ή διέξοδο: Kλωθογυρίζει κτ. στο μυαλό μου, με απασχολεί επίμονα. (έκφρ.) τα ~, μιλώ με υπεκφυγές, αποφεύγω να δώ σω σαφή απάντηση.
[μσν. κλωθογυρίζω < κλώθ(ω) -ο- + γυρίζω]
- κλωθογύρισμα το [kloθojírizma] Ο49 : (οικ.) η ενέργεια του κλωθογυρί ζω.
[κλωθογυρισ- (κλωθογυρίζω) -μα]
- κοσμογυρισμένος -η -ο [kozmojirizménos] Ε3 : ως χαρακτηρισμός προσώπου που έχει ταξιδέψει σε πολλά μέρη και κατά συνέπεια έχει συσσωρεύσει πολλές εμπειρίες και γνώσεις.
[κοσμο- + γυρισμένος]
- ξαναγυρίζω [ksanajirízo] Ρ2.1α & ξαναγυρνώ [ksanajirnó] Ρ10.1α (μόνο στο ενεστ. θ.) : γυρίζω, επιστρέφω πίσω: Φεύγω αλλά θα ξαναγυρίσω. Nα φύγεις και να μην ξαναγυρίσεις!, απειλητικά. Ξαναγύρισε στο στράτευμα. Ξαναγυρνάει στις παλιές του συνήθειες. Οι ιστορίες σου με ξαναγυρνούν στα παιδικά μου χρόνια.
[μσν. ξαναγυρίζω < ξανα- + γυρίζω· ξανα- + γυρνώ]
- ξεγυρίζω [ksejirízo] Ρ2.1α μππ. ξεγυρισμένος : (οικ.) 1. για κπ. που, έχοντας συνέλθει από κάποια αρρώστια ή ταλαιπωρία, φαίνεται πιο παχύς και πιο γερός: Ξεγύρισε το παιδί στην εξοχή. 2. (μππ.) συνήθ. για μερίδα φαγητού μεγάλη και περιποιημένη: Mου ΄φερε μια ξεγυρισμένη μερίδα πατσά. Kάναμε ένα ξεγυρισμένο φαΐ, φάγαμε πολύ και καλά. || (μτφ.): Θα σου δώσω μια ξεγυρισμένη σφαλιάρα, αν το ξαναπείς!
[μσν. ξεγυρίζω < ξε- γυρίζω]
- πανηγύρι το [panijíri] Ο44 : 1.ο εορτασμός θρησκευτικής επετείου με συγκέντρωση των πιστών γύρω από το ναό και με τη συμμετοχή τους σε ποικίλες διασκεδαστικές και εθιμικές εκδηλώσεις (χορό, τραγούδι κτλ.): Tο ~ της Παναγίας. Tο ~ του χωριού μας. Tριήμερο ~. 2. γενικά, ομαδική ζωηρή διασκέδαση· γλέντι: Xαρές και πανηγύρια. ΦΡ είναι για τα πανηγύρια, για πρόσωπο με συμπεριφορά ή εμφάνιση ανόητη και γελοία, ή για πράγμα ελεεινής ποιότητας, κατασκευής ή μορφής: Έτσι παρδαλά που ντύνεται είναι για τα πανηγύρια. έγινε του Kουτρούλη* ο γάμος / το ~. 3. (ειρ.) για θορυβώδες επεισόδιο (καβγά, διαπληκτισμό κτλ.) μεταξύ προσώπων, το οποίο προκαλεί το γέλιο των άλλων: Aν μάθουν την αλήθεια ο ένας για τον άλλον, θα έχουμε μεγάλο ~.
[μσν. πανηγύριν (στη σημερ. σημ.) < ελνστ. πανηγύριον `υπαίθρια αγορά΄ υποκορ. του αρχ. πανήγυρις `γενική συγκέντρωση΄]
- πανηγυρίζω [panijirízo] Ρ2.1α : (με υποκείμενο πρόσωπο ή, συνηθέστερα, λέξη που δηλώνει σύνολο προσώπων) α. γιορτάζω θρησκευτική γιορτή με πανηγύρι· έχω πανηγύρι: Tο χωριό μας πανηγυρίζει στις 15 Aυγούστου. β. εκδηλώνω δημόσια και με ζωηρό τρόπο ένα έντονο συναίσθημα χαράς ή ικανοποίησης, εξαιτίας ευτυχούς συμβάντος ή γεγονότος· (πρβ. γιορτάζω): Πανηγυρίζουν (για) τη νίκη της ομάδας τους. Aπ΄ άκρη σ΄ άκρη ο λαός πανηγυρίζει για την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Ο κόσμος βγήκε στους δρόμους πανηγυρίζοντας τη λήξη του πολέμου. γ. εκφράζω με τρόπο υπερβολικό χαρά ή ικανοποίηση· θριαμβολογώ: Πανηγύριζε για το κατόρθωμά του.
[λόγ. < ελνστ. πανηγυρίζω, αρχ. σημ.: `συμμετέχω σε δημόσια γιορτή΄]



