Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: %γραφ%
563 items total [131 - 140]
δακτυλογράφος ο [δaktiloγráfos] Ο18 θηλ δακτυλογράφος [δaktiloγrá fos] Ο35 : αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με τη δακτυλογράφηση.

[λόγ. < γαλλ. dactylographe < αρχ. δάκτυλο(ς) + -graphe = -γράφος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

δακτυλόγραφος -η -ο [δaktilóγrafos] Ε5 : που τον έχουν δακτυλογραφήσει, δακτυλογραφημένος: Δακτυλόγραφο κείμενο. Δακτυλόγραφη επιστολή. || (ως ουσ.) το δακτυλόγραφο: Έχουν χαθεί τα δακτυλόγραφα των ποιημάτων μου / της εργασίας μου.

[λόγ. δακτυλογραφ(ώ) -ος μτφρδ. γαλλ. dactylographié (δες στο δακτυλογράφος)]

δακτυλογραφώ [δaktiloγrafó] -ούμαι Ρ10.9 : γράφω ένα κείμενο στη γραφομηχανή ή σε ηλεκτρονικό υπολογιστή: Δακτυλογραφημένα έγγραφα. Πότε θα μου δακτυλογραφήσεις τα χειρόγραφα;

[λόγ. δακτυλογράφ(ος) -ώ μτφρδ. γαλλ. dactylographier (δες στο δακτυλογράφος)]

δελτιογράφηση η [δeltioγráfisi] Ο33 : καταγραφή βιβλίων ή επιστημονικού ή άλλου υλικού σε δελτία.

[λόγ. δελτί(ον) -ο- + -γράφηση]

δελτιογραφικός -ή -ό [δeltioγrafikós] Ε1 : που αναφέρεται στη δελτιογράφηση ή στο δελτιογράφο.

[λόγ. δελτιογράφ(ος) -ικός]

δελτιογράφος ο [δeltioγráfos] Ο18 : 1. αυτός που γράφει σε δελτία. 2. υπάλληλος της βουλής που συντάσσει την περίληψη των πρακτικών που διανέμεται στον τύπο.

[λόγ. δελτί(ον) -ο- + -γράφος 1]

δημογραφία η [δimoγrafía] Ο25 : η στατιστική μελέτη του πληθυσμού (μιας ορισμένης γεωγραφικής περιοχής, μιας χώρας κτλ.), που εξετάζει τη σύνθεση, την αυξομείωση, το όριο ζωής, τη διαβίωση και άλλα πληθυσμιακά φαινόμενα και μεγέθη: Συγκριτική ~, για πληθυσμούς διαφορετικών γεωγραφικών περιοχών. Iστορική ~, για πληθυσμούς παλαιότερων περιόδων.

[λόγ. < γαλλ. démographie < αρχ. δῆμο(ς) + -graphie = -γραφία]

δημογραφικός -ή -ό [δimoγrafikós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με τη δημογραφία: Δημογραφικές σπουδές / μελέτες / έρευνες. 2. που έχει σχέση με τον πληθυσμό μιας γεωγραφικής περιοχής· πληθυσμιακός: Δημογραφική αύξηση / μείωση / κάμψη. Δημογραφικές πιέσεις / μεταβολές. Δημογραφικό πρόβλημα, δυσκολίες που προκύπτουν από τη δυσανάλογη αύξηση ή μείωση του πληθυσμού ή των δυνατοτήτων απασχόλησης. δημογραφικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < γαλλ. démographique < démograph(ie) = δημογραφ(ία) -ique = -ικός]

δημοσιογραφία η [δimosioγrafía] Ο25 : το σύνολο των εργασιών που αφορούν τη συγκέντρωση και την επεξεργασία ειδήσεων καθώς και το γράψιμο των κειμένων για τα μέσα μαζικής ενημέρωσης: Σπούδασε νομικά, ασχολήθηκε όμως με τη ~. Έντυπη ~, για εφημερίδα ή περιοδικό. Hλεκτρονική ~, για ραδιόφωνο ή τηλεόραση. || οι σχετικές γνώσεις: Σχολή / σπουδές δημοσιογραφίας. || το σχετικό επάγγελμα: Άσκηση της δημοσιογραφίας. || οι δημοσιογράφοι: H αδέσμευτη / μαχόμενη ~.

[λόγ. δημοσιογράφ(ος) -ία]

δημοσιογραφικός -ή -ό [δimosioγrafikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη δημοσιογραφία ή με το δημοσιογράφο: Δημοσιογραφικό έργο / κείμενο / ύφος / επάγγελμα. Kανόνες δημοσιογραφικής δεοντολογίας. Δημοσιογραφικό χαρτί. ~ οργανισμός. Δημοσιογραφικές πηγές / πληροφορίες. δημοσιογραφικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. δημοσιογράφ(ος) -ικός]

< Previous   1... 12 13 [14] 15 16 ...57   Next >
Go to page:Go