Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: %γραφ%
563 items total [551 - 560]
χορογράφος ο [xoroγráfos] Ο18 θηλ. χορογράφος [xoroγráfos] Ο35 : καλλιτέχνης που ασχολείται με τη χορογραφία.

[λόγ. < γαλλ. chorégraphe < chorégraph(ie) = χορογραφ(ία) -ος (αναδρ. σχημ.)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

χρεόγραφο το [xreóγrafo] Ο40 : (οικον.) έγγραφο που πιστοποιεί τη σύναψη χρέους ενός δημόσιου ή ιδιωτικού οργανισμού και που αντιπροσωπεύει για το δικαιούχο μια χρηματική αξία, όπως π.χ. οι μετοχές, οι ομολογίες κτλ.: Aνώνυμο / ονομαστικό ~.

[λόγ. χρέ(ος) -ο- + -γραφον κατά το έγγραφον]

χρονικογράφος ο [xronikoγráfos] Ο18 : συντάκτης, συγγραφέας χρονικού1.

[λόγ. χρονικ(όν)1 -ο- + -γράφος]

χρονογράφημα το [xronoγráfima] Ο49 : είδος πεζογραφήματος που δημοσιεύεται στον ημερήσιο ή περιοδικό τύπο, που αντλεί τα θέματά του από την επικαιρότητα της κοινωνικής και πολιτικής ζωής και που είναι γραμμένο σε τόνο χιουμοριστικό, συμβουλευτικό, δηκτικό ή επικριτικό.

[λόγ. χρονογραφη- (χρονογραφώ) -μα (δες χρονικό3)]

χρονογραφία η [xronoγrafía] Ο25 : 1.μορφή ιστοριογραφίας που καλλιεργήθηκε ιδιαίτερα στο Bυζάντιο, γραμμένη σε λαϊκή γλώσσα για να είναι κατανοητή από τον αμόρφωτο αναγνώστη, και που αφηγείται με χρονολογική σειρά γεγονότα της παγκόσμιας ιστορίας, χωρίς όμως να γίνεται έλεγχος των πηγών και να αντιμετωπίζονται κριτικά τα γεγονότα. 2. η συγγραφή χρονογραφημάτων.

[λόγ. < ελνστ. χρονογραφία]

χρονογραφικός -ή -ό [xronoγrafikós] Ε1 : που αναφέρεται στη χρονογραφία ή στο χρονογράφο. χρονογραφικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. χρονογρα φ(ία), χρονογράφ(ος) -ικός]

χρονογράφος ο [xronoγráfos] Ο18 θηλ. χρονογράφος [xronoγráfos] Ο35 : 1.αυτός που έγραψε μια χρονογραφία. 2. αυτός που γράφει χρονογραφήματα.

[λόγ.: 1: ελνστ. χρονογράφος· 2: σημδ. γαλλ. chroniqueur (δες χρονικό3)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

χρονογραφώ [xronoγrafó] Ρ10.9α : γράφω χρονογραφήματα: ~ σε πρωι νή εφημερίδα.

[λόγ. < ελνστ. χρονογραφῶ `συμπιλώ χρονογραφία΄ κατά τη σημ. του χρονογράφος2]

χρωμολιθογραφία η [xromoliθoγrafía] Ο25 : 1.εκτύπωση έγχρωμων εικόνων με τη μέθοδο της λιθογραφίας. 2. εικόνα τυπωμένη με την παραπάνω μέθοδο.

[λόγ. < γαλλ. chromolithographie < chromo- = χρωμο- 1 + lithographie = λιθογραφία]

ψευδεπίγραφος -η -ο [psevδepíγrafos] Ε5 : 1.για κείμενο (παλαιότερης εποχής) το οποίο σώζεται με το όνομα άλλου και όχι του πραγματικού συγ γραφέα· (πρβ. νόθος): Ψευδεπίγραφες επιστολές. Ψευδεπίγραφο χρονικό. 2α. ως χαρακτηρισμός κειμένου που κατά τον ομιλητή έχει έναν τίτλο ψευ δή σε σχέση με το περιεχόμενό του: Ψευδεπίγραφο νομοσχέδιο. β. για ό,τι αναφέρεται με ψευδή χαρακτηρισμό: H ψευδεπίγραφη δόξα του παρελθόντος. ψευδεπίγραφα ΕΠIΡΡ.

[λόγ.: 1: ελνστ. ψευδεπίγραφος· 2: σημδ. αγγλ. spurious]

< Previous   1... 53 54 55 [56] 57   Next >
Go to page:Go