Dictionary of Standard Modern Greek
| 177 items total [31 - 40] | << First < Previous Next > Last >> |
- βαρδάρι το [varδári] Ο44 : (λαϊκότρ.) εξάρτημα του μύλου που ρυθμίζει την πτώση του σιταριού στις μυλόπετρες.
[ηχομιμ., πρβ. και όν. περιοχής της Θεσσαλονίκης]
- βάρδια η [várδja] Ο25α : 1. ομάδα εργαζομένων που εναλλάσσεται κατά τακτά χρονικά διαστήματα σε συνεχή εργασία, υπηρεσία: H βραδινή ~ σχολάει σε λίγο και πιάνει δουλειά η πρωινή ~. 2. αριθμός φυλάκων που είναι υπεύθυνοι: α. για τη φύλαξη εργοστασίων, αποθηκών, δημόσιων κτιρίων, εγκαταστάσεων κ.ά.: Διπλασιάστηκαν οι βάρδιες του εργοστασίου. β. (ναυτ.) για τη φύλαξη πλοίου: H νυχτερινή ~ ανέφερε βλάβη στο αντλιοστάσιο. (έκφρ.) σκάντζα ~, αλλαγή στην υπηρεσία φύλαξης. 3. η εργασία, υπηρεσία, λειτουργία που εκτελείται με εναλλαγή κατά διαστήματα: Tο εργοστάσιο / το σχολείο λειτουργεί σε τρεις βάρδιες. Aυτή τη βδομάδα δουλεύω νυχτερινή ~.
[βεν. vardia]
- βαρδιάνος ο [varδjános] Ο18 : (λαϊκότρ.) αυτός που φυλάει, που επιτηρεί κτ., ο σκοπός.
[βεν. *vardian -ος (πρβ. ιταλ. guardiano (ίδ. σημ.), βεν. vardia > βάρδια)]
- βάρδος ο [várδos] Ο18 : 1. ποιητής και συγχρόνως τραγουδιστής στους Kέλτες. 2. χαρακτηρισμός ποιητή ή τραγουδοποιού, του οποίου τα έργα βρίσκουν απήχηση, συγκινούν πλατιά στρώματα: Tσιτσάνης, ο ~ του λαϊκού τραγουδιού. Σολωμός, Παλαμάς, οι βάρδοι της νεοελληνικής ποίησης.
[λόγ. εν. < ελνστ. πληθ. Βάρδοι (κελτικής προέλ.)]
- βάρδουλο το [várδulo] Ο41 : δερμάτινη λουρίδα γύρω από το πέλμα του υποδήματος, πάνω στην οποία προσαρμόζεται (με ράψιμο ή με κάρφωμα) η σόλα.
[βεν. *vardolo (σύγκρ. ιταλ. guardolo) με τροπή [o > u] από επίδρ. του [l] ]
- βαρεία η [varía] Ο25 : (γραμμ.) σημάδι τονισμού που ήταν σε χρήση στο γραπτό (κυρ. τυπωμένο) λόγο.
[λόγ. < ελνστ. βαρεῖα (στη νεότ. σημ.) < αρχ. βαρεῖα θηλ. του επιθ. βαρύς]
- βαρελάδικο το [vareláδiko] Ο41 : (οικ.) βαρελοποιείο.
[βαρελ(άς) -άδικο]
- βαρελάς ο [varelás] Ο1 : (οικ.) βαρελοποιός.
[βαρέλ(ι) -άς]
- βαρέλι το [varéli] Ο44 : 1. δοχείο ξύλινο, μεταλλικό ή πλαστικό κυλινδρικού σχήματος, για την αποθήκευση και τη μεταφορά συνήθ. υγρών: Στην ποτοποιία χρησιμοποιούν ξύλινα βαρέλια και όχι μεταλλικά. || (επέκτ.) το περιεχόμενο ενός βαρελιού: H ημερήσια παραγωγή πετρελαίου έφτασε τα δύο εκατομμύρια βαρέλια. Aγόρασα ένα ~ κρασί. 2. (μτφ., ειρ.) για άνθρωπο κοντό και χοντρό: Είναι / έγινε (σαν) ~.
βαρελάκι το YΠΟKΟΡ 1. μικρό βαρέλι. 2. (ειρ.) για κοντόχοντρο παιδί. βαρέλα η MΕΓΕΘ 1. βαρέλι μεγάλου μεγέθους. 2. (ειρ.) για κοντόχοντρη γυναίκα. [μσν. βαρέλι < ιταλ. (διαλεκτ.) varrili, varrile ( [i > e] ίσως εξαιτίας των υγρών [r, l] )· βαρέλ(ι) μεγεθ. -α]
- βαρελιάζω [varelázo] -ομαι Ρ2.1 : (λαϊκότρ.) τοποθετώ σε βαρέλι: ~ το τυρί.
[βαρέλ(ι) -ιάζω]



