Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: %αρχ%
405 items total [391 - 400]
φεουδάρχης ο [feuδárxis] Ο10 : ηγεμόνας, ιδιοκτήτης φέουδου.

[λόγ. φέουδ(ον) + -άρχης]

φεουδαρχία η [feuδarxía] Ο25 : πολιτικοκοινωνικό καθεστώς της μεσαιω νικής Δυτικής Ευρώπης, που στηριζόταν στη διαίρεση του κράτους σε φέουδα· (πρβ. τιμαριωτισμός): H ~ προέκυψε από την αποσύνθεση της ρωμαϊκής οικονομίας και την εισβολή των γερμανικών λαών. || (επέκτ.) μειωτικός συνήθ. χαρακτηρισμός για κάθε καθεστώς με χαρακτηριστικά που μοιάζουν με τη φεουδαρχία ή που τη θυμίζουν.

[λόγ. φεουδάρχ(ης) -ία απόδ. ιταλ. feudalismo]

φεουδαρχικός -ή -ό [feuδarxikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο φέουδο, στο φεουδάρχη ή στη φεουδαρχία· (πρβ. τιμαριωτικός): Φεουδαρχικό σύστημα. Φεουδαρχική εξουσία.

[λόγ. φεουδαρχ(ία) -ικός]

φεουδαρχισμός ο [feuδarxizmós] Ο17 : η φεουδαρχία.

[λόγ. φεουδαρ χ(ία) -ισμός μτφρδ. ιταλ. feudalesimo, feudalismo]

φιλαρχία η [filarxía] Ο25 : η έντονη επιθυμία, το πάθος για την κατοχή και την άσκηση εξουσίας· αρχομανία.

[λόγ. < ελνστ. φιλαρχία]

φίλαρχος -η -ο [fílarxos] Ε5 : που τον διακρίνει έντονη επιθυμία, πάθος για την κατοχή και την άσκηση εξουσίας· αρχομανής.

[λόγ. < αρχ. φίλαρχος]

φιλομοναρχικός -ή -ό [filomonarxikós] Ε1 : φιλοβασιλικός. || (ως ουσ.).

[λόγ. φιλο- + μοναρχικός]

φρουραρχείο το [frurarxío] Ο39 : δημόσιο κτίριο όπου στεγάζεται ο φρούραρχος και οι υπηρεσίες του.

[λόγ. φρούραρχ(ος) -είον]

φρούραρχος ο [frúrarxos] Ο20α : ανώτερος αξιωματικός, διοικητής φρουράς.

[λόγ. < αρχ. φρούραρχος]

φύλαρχος ο [fílarxos] Ο20 : αρχηγός φυλής: Aφρικανοί / ινδιάνοι φύλαρχοι.

[λόγ. < αρχ. φύλαρχος `αρχηγός φυλής΄ (δες λ.) σημδ. αγγλ. tribal chief]

< Previous   1... 37 38 39 [40] 41   Next >
Go to page:Go