Dictionary of Standard Modern Greek
| 405 items total [361 - 370] | << First < Previous Next > Last >> |
- σωματάρχης ο [somatárxis] Ο10 : (στρατ.) ανώτατος αξιωματικός, με βαθ μό αντιστρατήγου, διοικητής σώματος στρατού.
[λόγ. σωματ- (σώμα)II + -άρχης μτφρδ. γαλλ. chef de corps militaire]
- ταγματάρχης ο [taγmatárxis] Ο10 θηλ. ταγματάρχης [taγmatárxis] & (προφ.) ταγματαρχίνα [taγmatarxína] Ο26 : 1α. (στρατ.) βαθμός ανώτερου αξιωματικού του στρατού ξηράς, ανώτερος από το λοχαγό και κατώτερος από τον αντισυνταγματάρχη. β. (παλαιότ.) βαθμός ανώτερου αξιωματικού της χωροφυλακής, ανώτερος από το μοίραρχο και κατώτερος από τον αντισυνταγματάρχη. 2. (θηλ.) α. γυναίκα που έχει το βαθμό του ταγματάρχη1α. β. ταγματαρχίνα, η γυναίκα του ταγματάρχη.
[λόγ. < ελνστ. ταγματάρχης `διοικητής τάγματος΄ (δες τάγμα1)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· ταγματάρχ(ης) -ίνα]
- ταξιάρχης 1 ο [taksiárxis] Ο10 : παράσημο, ο τρίτος βαθμός του τάγματος του Σωτήρος.
[λόγ. < αρχ. ταξιάρχης = ταξίαρχος]
- ταξιάρχης 2 ο : (εκκλ.) αρχηγός των αγγελικών ταγμάτων· αρχάγγελος: Οι ταξιάρχες Mιχαήλ και Γαβριήλ. Στις 8 Nοεμβρίου είναι των Tαξιαρχών.
[λόγ. < αρχ. ταξιάρχης = ταξίαρχος, ελνστ. σημ.: `διοικητής λεγεώνας΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]
- ταξιαρχία η [taksiarxía] Ο25 : στρατιωτική μονάδα μικρότερη από τη μεραρχία και μεγαλύτερη από το σύνταγμα, που αποτελείται από μονάδες διάφορων όπλων και σωμάτων υπό ενιαία διοίκηση και διοικείται συνήθ. από ταξίαρχο: Tεθωρακισμένη ~. ~ υποστηρίξεως. Διοικητής / επιτελείο της ταξιαρχίας.
[λόγ. < αρχ. ταξιαρχία `το αξίωμα του ταξίαρχου΄ (δες λ.)]
- ταξίαρχος ο [taksíarxos] Ο20α : α. (στρατ.) βαθμός ανώτατου αξιωματικού του στρατού ξηράς, ανώτερος από το συνταγματάρχη και κατώτερος από τον υποστράτηγο: ~ πεζικού / τεθωρακισμένων / υγειονομικού. β. βαθμός ανώτατου αξιωματικού της αεροπορίας, ανώτερος από το σμήναρχο και κατώτερος από τον υποπτέραρχο. γ. βαθμός ανώτατου αξιωματικού της αστυνομίας (και παλαιότερα της χωροφυλακής), ανώτερος από τον αστυνομικό διευθυντή και κατώτερος από τον υποστράτηγο.
[λόγ. < αρχ. ταξίαρχος `διοικητής στρατ. σώματος΄, ελνστ. σημ.: `διοικητής λεγεώνας΄]
- τελετάρχης ο [teletárxis] Ο10 : αυτός που έχει την ευθύνη για την οργάνω ση και τη διεξαγωγή ενός επίσημου εορτασμού: Ορίστηκε ~ στη δοξολο γία για την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου.
[λόγ. < αρχ. τελετάρχης `που προΐσταται στην τέλεση των μυστηρίων΄ σημδ. γαλλ. maître des cérémonies]
- τετράρχης ο [tetrárxis] Ο10 : διοικητής μιας ρωμαϊκής τετραρχίας.
[λόγ. < ελνστ. τετράρχης]
- τετραρχία η [tetrarxía] Ο25 : το ένα τέταρτο καθεμιάς από τις ανατολικές επαρχίες του ρωμαϊκού κράτους, που το διοικούσε ο τετράρχης. || στην εποχή του Διοκλητιανού, η συνδιοίκηση του ρωμαϊκού κράτους από τέσσερις αυτοκράτορες.
[λόγ. < αρχ. τετραρχία]
- τμηματάρχης ο [tmimatár
is] Ο10 θηλ. τμηματάρχης [tmimatár is] & τμηματάρχισσα [tmimatár isa] Ο27 : προϊστάμενος τμήματος δημόσιας υπηρεσίας ή ιδιωτικής επιχείρησης: ~ υπουργείου / τράπεζας / εταιρείας. || βαθμός στην ιεραρχία των δημόσιων υπαλλήλων, ανώτερος από τον εισηγητή και κατώτερος από το διευθυντή: Πήρε προαγωγή και έγινε ~ β' / ~ α'. [λόγ. τμηματ- (τμήμα) + -άρχης· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· λόγ. τμηματάρχ(ης) -ισσα]



