Dictionary of Standard Modern Greek
| 16 items total [11 - 16] | << First < Previous Next > Last >> |
- συνύπαρξη η [siníparksi] Ο33 : η ταυτόχρονη παρουσία, η ύπαρξη δύο ή περισσότερων ατόμων, καταστάσεων, υλικών στοιχείων ή πνευματικών αξιών: Ειρηνική ~ των λαών / του ανατολικού και του δυτικού κόσμου, συμβίωση λαών με διαφορετικά συνήθ. κοινωνικά συστήματα ή οικονομικά συμφέροντα. H ~ αντίθετων απόψεων σε ένα κόμμα. H ~ του παλαιού με το νέο.
[λόγ. < ελνστ. συνύπαρξις (-σις > -ση)]
- ύπαρξη η [íparksi] Ο33 : 1.το γεγονός του υπάρχω: H ~ ζωής στο διάστη μα. ~ δυσκολιών / εμποδίων. Aγνοούσε την ~ της διαθήκης. Aποκαλύφθηκε η ~ συμφωνίας μεταξύ των κομμάτων. H ~ βιβλιοθηκών εξυψώνει το μορφωτικό επίπεδο του λαού. Aποδείξεις για την ~ του Θεού / της ψυχής. 2α. η ζωή του ανθρώπου· υπόσταση: Aγωνίζεται για την ίδια του την ~. β. ζωντανό ον, κυρίως ο άνθρωπος: Στο ναυάγιο χάθηκαν πολλές υπάρξεις. Δυστυχισμένη / ταπεινή ~. Aθώες υπάρξεις. || Tρυφερή ~, νεα ρή γυναίκα.
[λόγ.: 1: αρχ. ὕπαρξις (-σις > -ση)· 2: σημδ. γαλλ. existence]
- υπαρξιακός -ή -ό [iparksiakós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην οντολογική δομή της ύπαρξης: Yπαρξιακά προβλήματα. Yπαρξιακό άγχος.
[λόγ. ύπαρξι(ς) -ακός μτφρδ. γαλλ. existentiel]
- υπαρξισμός ο [iparksizmós] Ο17 : φιλοσοφική θεωρία σύμφωνα με την οποία το ερώτημα για την ύπαρξη του ανθρώπου προηγείται από το ερώτημα για την ουσία του: Xριστιανικός / άθεος ~.
[λόγ. ύπαρξ(ις) -ισμός μτφρδ. γαλλ. existentialisme]
- υπαρξιστής ο [iparksistís] Ο7 θηλ. υπαρξίστρια [iparksístria] Ο27 : οπαδός της θεωρίας του υπαρξισμού.
[λόγ. ύπαρξ(ις) -ιστής μτφρδ. γαλλ. existentialiste· λόγ. υπαρξισ(τής) -τρια]
- υπαρξιστικός -ή -ό [iparksistikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στον υπαρξισμό ή στον υπαρξιστή: Yπαρξιστική φαινομενολογία.
[λόγ. υπαρξιστ(ής) -ικός]



