Dictionary of Standard Modern Greek
| 7 items total [1 - 7] | << First < Previous Next > Last >> |
- αγύρευτος -η -ο [ajíreftos] Ε5 : (οικ.) που δεν τον έχουν γυρέψει, ζητήσει, ψάξει: (ως ευχή) ~ να ΄ναι, αχρείαστος.
[μσν. αγύρευτος < α- 1 γυρεύ(ω) -τος]
- αγύριστος -η -ο [ajíristos] Ε5 : που δεν τον γύρισαν ή που δεν έχει γυρίσει και ιδίως: 1. που δεν του άλλαξαν όψη, πλευρά, κατεύθυνση, άποψη κτλ.: ~ γιακάς. Aγύριστο παλτό. ΦΡ αγύριστο κεφάλι, για αμετάπειστο άνθρωπο. 2. που γι΄ αυτόν δεν υπάρχει επιστροφή: Tο αγύριστο ταξίδι, ο θάνατος. (έκφρ.) δανεικά* κι αγύριστα. || (ως ουσ.) ο αγύριστος, ο θάνατος και με επέκταση ο διάβολος: Tον έστειλαν στον αγύριστο, τον σκότωσαν. Πήγε στον αγύριστο, πέθανε. || (ως κατάρα) πήγαινε / άι στον αγύριστο.
[μσν. αγύριστος (στη σημ. 1) < α- 1 γυρισ- (γυρίζω) -τος]
- αγυρτεία η [ajirtía] Ο25 : η ιδιότητα και ιδίως η συμπεριφορά του αγύρτη· (πρβ. απατεωνία): Πνευματική / πολιτική ~. || (συνήθ. πληθ.) η σχετική πράξη: Ο Mεσαίωνας, μια εποχή γεμάτη αγυρτείες.
[λόγ. < ελνστ. ἀγυρτεία]
- αγύρτης ο [ajírtis] Ο10 θηλ. αγύρτισσα [ajírtisa] Ο27 : υβριστικός χαρακτηρισμός εκείνου που εξαπατά τους ανθρώπους με επίδειξη γνώσεων, ικανοτήτων, προσόντων κτλ., τα οποία στην πραγματικότητα δεν έχει· (πρβ. απατεώνας, τσαρλατάνος): Ένας ~ και ψεύτης που παριστάνει το μεσσία.
[λόγ. < αρχ. ἀγύρτης· λόγ. αγύρτ(ης) -ισσα]
- αγύρτικος -η -ο [ajírtikos] Ε5 : που έχει σχέση με την αγυρτεία ή με τον αγύρτη: Aγύρτικες ενέργειες. || (λαογρ.): Aγύρτικα τραγούδια.
αγύρτικα ΕΠIΡΡ. [ελνστ. ἀγυρτ(ικός) -ικος]
- αναγυρεύω [anajirévo] Ρ5.2α : (λογοτ.) αναζητώ επίμονα κπ.
[μσν. αναγυρεύω < ανα- γυρεύω]
- ξαναγυρίζω [ksanajirízo] Ρ2.1α & ξαναγυρνώ [ksanajirnó] Ρ10.1α (μόνο στο ενεστ. θ.) : γυρίζω, επιστρέφω πίσω: Φεύγω αλλά θα ξαναγυρίσω. Nα φύγεις και να μην ξαναγυρίσεις!, απειλητικά. Ξαναγύρισε στο στράτευμα. Ξαναγυρνάει στις παλιές του συνήθειες. Οι ιστορίες σου με ξαναγυρνούν στα παιδικά μου χρόνια.
[μσν. ξαναγυρίζω < ξανα- + γυρίζω· ξανα- + γυρνώ]



