Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- πικ νικ το [pikník] Ο (άκλ.) : γεύμα στην ύπαιθρο (στην εξοχή, στο πράσινο, στο δάσος κτλ.) κατά τη διάρκεια εκδρομής: Kάνω / πάω για ~.
[λόγ. < γαλλ. pique-nique]
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[λόγ. < γαλλ. pique-nique]
| © 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |