Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: "νοερός -ή -ό"
1 item total
νοερός -ή -ό [noerós] Ε1 : για κτ. που γίνεται μόνο με το νου ή που υπάρχει μόνο στο νου, στη φαντασία, για κτ. που δεν παίρνει υλική μορφή: Nοερά ταξίδια. Nοερές εικόνες. νοερά ΕΠIΡΡ: Γυρίζω ~ στα παιδικά μου χρόνια. Mε την προσθετική φαντασία ο αρχαιολόγος προσπαθεί να συμπληρώσει ~ τα λείψανα του αρχαίου μνημείου.

[λόγ. < αρχ. νοερός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go