Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: "λερός -ή -ό"
1 item total
λερός -ή -ό [lerós] Ε1 : (οικ.) που είναι ακάθαρτος, βρόμικος, βρομερός: Λεροί τοίχοι. Σκουπίστηκε με το λερό του μαντίλι.

[αρχ. ὀλερός `θολός, λασπωμένος΄ με αποβ. του αρχικού άτ. φων. που θεωρήθηκε άρθρο]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go