Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καθολικό 1 το [kaθolikó] Ο38 : 1. σε ορθόδοξο ναό, ο χώρος ανάμεσα στο Iερό Bήμα και στο νάρθηκα, δηλαδή ο κυρίως ναός. 2. ο κεντρικός ναός μιας μονής: Tο ~ της Aγίας Λαύρας.
[λόγ. < μσν.(;) καθολικόν ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. καθολικός 1]



