Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: "εντομοκτόνος -α -ο"
1 item total
εντομοκτόνος -ος / -α -ο [endomoktónos] Ε14 : που χρησιμοποιείται για την εξόντωση εντόμων: ~ ουσία. Εντομοκτόνο σπρέι. || (συνήθ. ως ουσ.) το εντομοκτόνο, χημικό παρασκεύασμα για την καταπολέμηση των εντόμων.

[λόγ. έντομ(ον) -ο- + -κτόνος μτφρδ. γαλλ. insecticide]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go