Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- γνωστικός 2 -ή -ό : που είναι οπαδός της θεωρίας του γνωστικισμού: ~ φιλόσοφος. || (ως ουσ.) οι Γνωστικοί.
[λόγ. επίθ. < μσν. ουσ. Γνωστικοί < γνώστ(ης) -ικοί, πληθ. του -ικός `αυτοί που κατέχουν τη γνώση των χριστιανικών μυστηρίων΄]



