Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: τουρκ.
905 items total [831 - 840]
φετφάς ο [fetfás] Ο1 : 1. επίσημη γνωμοδότηση ή ερμηνεία, από μουφτή ή από ιμάμη, σχετική με θρησκευτικά ή νομικά ζητήματα του ιερού μουσουλμανικού δικαίου: Tο σουλτανικό φιρμάνι συνοδευόταν από ένα φετ φά. 2. (μτφ., λαϊκότρ.) αυθαίρετη απόφαση, διαταγή: Bγάζω φετφά, παίρ νω και ανακοινώνω μια αυθαίρετη απόφαση.

[τουρκ. fetva `κρίση θρησκευτικού δικαστή΄ (από τα αραβ.) με αφομ. ηχηρ. [tv > tf] (πρβ. μσν. φεϊτιφάς)]

φίλντισι το [fíldisi] Ο γεν. φιλντισιού : το ελεφαντόδοντο ή το ελεφαντοκόκαλο (και καταχρηστικά το σεντέφι): Kουμπί / κόσμημα από ~. Tο κορμί της ήταν άσπρο σαν από ~.

[τουρκ. fildişi]

φιντάνι το [findáni] Ο44 : 1. νεαρό φυτό (ιδ. για μεταφύτευση), τρυφερός βλαστός φυτού: Tα φιντάνια που φύτεψα, άρχισαν να μεγαλώνουν. 2. (μτφ.) νεαρό άτομο σε φάση ανάπτυξης, εξέλιξης: Ξεπετάχτηκαν καινούρια φιντάνια. φιντανάκι το YΠΟKΟΡ.

[αντδ. < τουρκ. fidan < αρχ. φυτόν]

φιρί φιρί [firí firí] επίρρ. : σκόπιμα και επίμονα, κυρίως στη ΦΡ (το) πάω ~, επιδιώκω κτ., οδηγώ, εξωθώ μια κατάσταση κάπου (σε αρνητική κατεύθυνση): ~ (το) πας να πιαστούμε στα χέρια / να μαλώσουμε.

[τουρκ. fιrιl fιrιl ηχομιμ. για εξακολουθητική κυκλική κίνηση]

φιρίκι το [firíki] Ο44 : ποικιλία μήλων μικρού μεγέθους.

[τουρκ. ferik (elmasι) `μικρό μήλο΄ με υποχωρ. αφομ. [e-i > i-i] ]

φιρμάνι το [firmáni] & φερμάνι το [fermáni] Ο44 : 1. σουλτανικό διάταγ μα. 2. (μτφ., προφ.) χαρακτηρισμός εγγράφου, και γενικότερα μηνύματος, που κοινοποιεί στον παραλήπτη κτ. (απόφαση, εντολή κτλ.) που πρέπει να εκτελεστεί υποχρεωτικά: Ο ιδιοκτήτης μάς έστειλε ~ να αδειάσουμε το σπίτι. Mου ήρθε το ~ της εφορίας. (έκφρ.) βγάζω ~, παίρνω και ανακοινώνω μια αυθαίρετη απόφαση.

[φερ-: τουρκ. ferman (από τα περσ.)· φιρ-: ίσως από επίδρ. των αγγλ., γαλλ., ιταλ. τύπων fir-]

φισέκι το [fiséki] Ο44 : (λαϊκότρ.) 1. φυσίγγιο: Tα φισέκια τους τέλειωσαν γρήγορα. 2. (μτφ.) για άνθρωπο εύστροφο και γρήγορο.

[τουρκ. fişek ]

φισεκλίκι το [fiseklíki] Ο44 : (λαϊκότρ.) η φυσιγγιοθήκη: Zώστηκε τα φισεκλίκια σταυρωτά.

[τουρκ. fişeklik ]

φιστικής -ιά -ί [fistikís] Ε8 & φιστικί [fistikí] Ε (άκλ.) : που έχει το χρώμα του φιστικιού Aιγίνης: Φιστικί ζακέτα. || (ως ουσ.) το φιστικί, το φιστικί χρώμα.

[τουρκ. fιstιkî -ς· τουρκ. fιstιkî]

φιστίκι το [fistíki] Ο44 : I1. επιμήκης, ωοειδής καρπός με στερεό περικάρπιο, που περικλείει ένα ως δύο και σπανιότερα τρία ή τέσσερα σπέρματα· αράπικο φιστίκι. 2. το καθένα από τα ωοειδή, δικοτυλήδονα, επιπε δόκυρτα σπέρματα που περικλείονται στον παραπάνω καρπό. II1. μονό σπερμος καρπός, με ξυλώδη κάψα που περικλείει το σπέρμα· φιστίκι Aιγίνης, σαν φιστίκ. 2. το ελαιώδες σπέρμα, το καλυμμένο με λεπτό, ερυθρω πό υμένα, που περικλείεται στον παραπάνω καρπό.

[τουρκ. fιstιk (από τα αραβ.) (πρβ. μσν. φιστούκιον < αραβ., ελνστ. πιστάκιον < περσ.)]

< Previous   1... 82 83 [84] 85 86 ...91   Next >
Go to page:Go