Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: τουρκ.
905 items total [231 - 240]
καφτάνι το [kaftáni] Ο44 : φαρδύ και μακρύ, πολυτελές και συνήθ. επίση μο ένδυμα, που το φορούν οι άνδρες στην Aνατολή. || για άχαρο, ριχτό γυναικείο ρούχο: Ήρθε στο γάμο μ΄ εκείνο το άχαρο ~.

[τουρκ. kaftan (από τα περσ.) ]

κεζάπι το [kezápi] Ο44 : κοινή ονομασία για το υδροχλωρικό οξύ.

[τουρκ. kezzap (αραβ. kezzab)]

κεκές ο [kekés] Ο13 : (οικ., μειωτ.) ο τραυλός.

[τουρκ. keke ]

κελεπούρι το [kelepúri] Ο44 : (οικ.) ανέλπιστο απόκτημα, αγαθό που προσφέρεται σε πολύ συμφέρουσα τιμή: Πέτυχα ένα ~! || (ειρ.): Πού το βρήκες αυτό το ~;

[τουρκ. kelepir ( [i > u] από επίδρ. του χειλ. [p] και του [r] )]

κεμεντζές ο [kemendzés] Ο13 : η ποντιακή λύρα.

[τουρκ. kemenὀe ( [-mé-] ) (< περσ. keman `δοξάρι΄) με τόνο στη λήγουσα ίσως σε τουρκ. διάλ.]

κεμέρι το [keméri] Ο44 : δερμάτινη ζώνη με ειδικές θήκες, στις οποίες φυλούσαν τα χρήματά τους σε παλαιότερες εποχές. || (λαϊκότρ., παρωχ.) πορτοφόλι, βαλάντιο, κομπόδεμα: Έχει γεμάτο το ~ του. Έχει γερό ~.

[τουρκ. kemer (από τα περσ.) ]

κεμπάπ το [kebáp] Ο (άκλ.) : (μαγειρ.) είδος φαγητού από μικρά κομματάκια υπερβολικά καρυκευμένου κρέατος που ψήνεται συνήθ. στο φούρνο.

[τουρκ. kebap < αραβ. kebab]

κερεστές ο [kerestés] Ο13 : (λαϊκότρ.) οικοδομήσιμη ξυλεία.

[τουρκ. kereste ]

κεσάτι το [kesáti] Ο44 (συνήθ. πληθ.) : (προφ.) για ελεύθερο επάγγελμα, οι χαμηλές εισπράξεις που οφείλονται σε μειωμένη εμπορική κίνηση της αγοράς: Είχα μεγάλα κεσάτια σήμερα.

[τουρκ. kesat ]

κεσές ο [kesés] Ο13 : μικρό, στρογγυλό, αβαθές πήλινο ή και πλαστικό δοχείο, όπου πήζουν το γιαούρτι. κεσεδάκι το YΠΟKΟΡ.

[τουρκ. kese `μικρός σάκος΄]

< Previous   1... 22 23 [24] 25 26 ...91   Next >
Go to page:Go