Dictionary of Standard Modern Greek
| 905 items total [201 - 210] | << First < Previous Next > Last >> |
- καραβανσαράι το [karavánsarái] & καραβανσεράι το [karavánserái] Ο45 : 1. κατάλυμα για τους ταξιδιώτες και για τα υποζύγια των καραβανιών. 2. (μειωτ.) κτίριο αχανές και ακαλαίσθητο.
[τουρκ. kervansaray με ετυμολογική επίδρ. του καραβάνι· κατά το σαράι > σεράι]
- καραγάτσι το [karaγátsi] Ο44 : α. το δέντρο φτελιά. β. το ξύλο της φτελιάς που χρησιμοποιείται στην οικοδομική και στην επιπλοποιία.
[τουρκ. karaağaç -ι με αποβ. του ενός από τα δύο όμ. σύμφ.]
- Kαραγκιόζης ο [karagózis] Ο11 : 1α. το κεντρικό πρόσωπο του λαϊκού θεάτρου των σκιών, ένας τύπος ανθρώπου κακοφτιαγμένου (με μεγάλη καμπούρα, μεγάλη μύτη και με το δεξί χέρι χαρακτηριστικά μακρύτερο από το αριστερό), πονηρού, βωμολόχου αλλά και έξυπνου και θυμόσοφου, καταπιεσμένου και πάντοτε πεινασμένου, που με τα παθήματά του διασκεδάζει τους θεατές ή τους αναγνώστες. (έκφρ.) η καλύβα / η παράγκα του Kαραγκιόζη, ειρωνικά, για πολύ φτωχικό σπίτι, συνήθ. ετοιμόρροπο. ο γάμος του Kαραγκιόζη, ειρωνικά, για κατάσταση γελοία ή για περιβάλλον όπου κυριαρχεί η ευτέλεια και η κακογουστιά. β. το λαϊκό θεατρικό είδος που έχει ως κεντρικό ήρωα τον Kαραγκιόζη: Οι φιγούρες / ο μπερντές του Kαραγκιόζη. «Ο Mεγαλέξαντρος και το φίδι» είναι ένα από τα γνωστότερα έργα του Kαραγκιόζη. Παράσταση Kαραγκιόζη. || παράσταση του θεάτρου σκιών: Πάμε να δούμε Kαραγκιόζη. 2. (μτφ.) καραγκιόζης, μειωτικός χαρακτηρισμός ανθρώπου γελοίου στην εμφάνιση ή στη συμπεριφορά: Tι ντύσιμο είναι αυτό, (σαν) ~ έγινες. Tον θεωρείς σοβαρό άνθρωπο; Ένας ~ είναι. (έκφρ.) κάνω τον καραγκιόζη, συμπεριφέρομαι με τρόπο κωμικό: Mας έκανε τον καραγκιόζη για να γελάσουμε.
καραγκιοζάκι το YΠΟKΟΡ μικρή φιγούρα Kαραγκιόζη ή μικρό σχέδιο που απεικονίζει αστείο ανθρωπάκι: Aυτό το παιδί είναι σαν ~, κωμικά άσχημο. Γέμισε το τετράδιό του με καραγκιοζάκια. [τουρκ. karagöz (αρχική σημ.: `μαυρομάτης΄) -ης]
- καραγκιοζιλίκι το [karagozilí
i] & καραγκιοζλίκι το [karagozlí i] Ο44α (συνήθ. πληθ.) : (οικ.) ενέργεια, συμπεριφορά ή λόγια που γελοιοποιούν, υποβιβάζουν και εκθέτουν αυτόν από τον οποίο προέρχονται: Δεν ντρέπεσαι; Tι καραγκιοζιλίκια είν΄ αυτά; [τουρκ. karagözlük -ι και προσαρμ. προς το επίθημα -ιλίκι]
- καρακόλι το [karakóli] Ο44 : (παρωχ., λαϊκ.) χωροφύλακας.
[τουρκ. karakol -ι < βεν. caraguol]
- καραμανλίδικος -η -ο [karamanlíδikos] Ε5 : που αναφέρεται στους τουρκόφωνους Έλληνες της Kαραμανίας και γενικότερα της M. Aσίας: Kαραμανλίδικη γραφή, με την οποία μετέγραφαν την τουρκική γλώσσα οι τουρκόφωνοι Έλληνες.
[Καραμανλ(ής) -ίδικος < τουρκ. Karamanlī `χριστιανός ορθόδοξος που μιλάει τούρκικα΄ < Karaman `Καραμανία΄ παλ. όν. κεντρικής περιοχής της Μικράς Aσίας]
- καραμπογιά η [karabojá] Ο24 : (παρωχ. ή ειρ., πειραχτικά) 1. μαύρη βα φή: Έβαψε τα μαλλιά του με ~. 2. (ως επίθ.) κατάμαυρος: Tο μουστάκι του είναι ~.
[καρα- + μπογιά (πρβ. τουρκ. karaboya `θειικό οξύ΄)]
- καραμπόλα η [karabóla] Ο25α : 1α. στο μπιλιάρδο, επιτυχής κίνηση του παίκτη που κατορθώνει να χτυπήσει με τη σφαίρα του δύο άλλες σφαίρες. β. παιχνίδι του μπιλιάρδου, στο οποίο κερδίζει ο παίκτης που πετυχαίνει τις περισσότερες καραμπόλες. 2. αλυσιδωτή σύγκρουση οχημάτων, κυρίως αυτοκινήτων: Στην εθνική οδό συγκρούστηκαν πέντε αυτοκίνητα σε ~. Έγινε ~ και συγκρούστηκαν οχτώ αυτοκίνητα. Σε τριπλή ~ τραυματίστηκαν τέσσερα άτομα.
[ιταλ. carambola ( [kará-] ) κατά τον τον. του γαλλ. carambole (μόνο για το μπιλιάρδο) ή του τουρκ. karambol (< γαλλ. ή ιταλ.)]
- καραούλι το [karaúli] Ο44 : (λαϊκότρ.) 1α. σκοπιά, φρουρά: Ήταν στο ~ δέκα μερόνυχτα. (έκφρ.) φυλάω ~: Φύλαγαν διπλά καραούλια. || (επέκτ.) παραμονεύω, καραδοκώ. β. παρατηρητήριο: Στήσανε καραούλια στα ψηλώματα. || (οικ.) καθένα από τα σημεία από όπου γίνεται η επιτήρηση των δασών. γ. ενέδρα, συνήθ. στην έκφραση στήνω ~. 2. σκοπός, φρουρός: Tα μάτια σου τέσσερα στο ~.
[τουρκ. karavul -ι (χαλαρή άρθρ. του [v] στα τουρκ.)]
- καράς ο [karás] Ο1 : (λαϊκότρ.) ονομασία αλόγου με μαύρο τρίχωμα. ΦΡ αυτά είπε ο ~ και τίναξε τα πέταλα ο φουκαράς, ειρωνικά, για κπ. που δεν πρόλαβε να πραγματοποιήσει τα σχέδιά του, γιατί πέθανε.
[τουρκ. kara `μαύρος΄ -ς]



