Dictionary of Standard Modern Greek
| 4,492 items total [4441 - 4450] | << First < Previous Next > Last >> |
- κωλοσφούγγι το [kolosfúngi] Ο44 : (προφ.) μειωτικός χαρακτηρισμός εγγράφου, κειμένου κτλ. || Kάνω κτ. ~, συνήθ. για ρούχο ή ύφασμα που το έχω καταταλαιπωρήσει, που το έχω κάνει κουρέλι από την κακή ή την πολλή χρήση.
[κωλο- + σφουγγ(ίζω) -ι (αναδρ. σχημ.)]
- κωλοτούμπα η [kolotúmba] Ο25α : ακροβατική άσκηση κατά την οποία, αφού στηριχτεί κάποιος με τα χέρια στο έδαφος, φέρνει το κεφάλι κάτω και τα πόδια ψηλά και στη συνέχεια με κατάλληλη στροφή του σώματος γυρίζει στην όρθια στάση.
[κωλο- + τούμπα]
- κωλοτρυπίδα η [kolotripíδa] Ο26 : (χυδ.) ο πρωκτός.
[λόγ. υποκορ. του κωλότρυπ(α < κωλο- + τρύπα) -ίς > -ίδα]
- κωλότσεπη η [kolótsepi] Ο32 & κωλοτσέπη η [kolotsépi] Ο30 : (οικ.) η πίσω τσέπη του παντελονιού: Mη βάζεις την ταυτότητά σου στην ~, γιατί μπορεί να τη χάσεις.
[κωλο- + τσέπη και μετακ. του τόνου για ένδειξη σύνθεσης]
- κωλοφαρδία η [kolofarδía] Ο25 : (λαϊκ.) μεγάλη τύχη: Tι ~ είναι αυτή σήμερα, αδερφέ μου.
[κωλόφαρδ(ος) -ία]
- κωλόφαρδος -η -ο [kolófarδos] Ε5 : (λαϊκ.) χαρακτηρισμός ανθρώπου εξαιρετικά τυχερού.
[κωλο- + φαρδ(ύς) -ος]
- κωλοφυλλάδα η [kolofiláδa] Ο26 : (προφ.) για εφημερίδα σκανδαλοθηρική και αναξιόπιστη· κωλόφυλλοβ.
[κωλο- + φυλλάδα]
- κωλόφυλλο το [kolófilo] Ο41 : (προφ., λαϊκ.) μειωτικός χαρακτηρισμός: α. για το άσχημο φύλλο στο χαρτοπαίγνιο. β. για εφημερίδα σκανδαλοθηρική και αναξιόπιστη· κωλοφυλλάδα.
[κωλο- + φύλλο]
- κωλοφωτιά η [kolofotxá] Ο24 : (οικ.) 1. η πυγολαμπίδα. 2. (μτφ.) χαρακτηρισμός ανθρώπου εξαιρετικά εύστροφου.
[μσν. κωλοφωτία < κωλο- + φωτία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. κατά το φωτιά]
- κωλοχανείο το [koloxanío] Ο39 : (χυδ.) μειωτικός χαρακτηρισμός: α. για χώρο όπου επικρατεί μεγάλη ακαταστασία. β. για εργασιακές ή άλλες συνθήκες από τις οποίες απουσιάζει η οργάνωση, ο προγραμματισμός κτλ.
[κωλο- + -χανείο κατά το τεμπελχανείο]



