Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 337 εγγραφές [61 - 70] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ηθολόγος ο [iθolóγos] Ο18 θηλ. ηθολόγος [iθolóγos] Ο35 : επιστήμονας που ασχολείται με την ηθολογία.
[λόγ. < γαλλ. éthologiste < étho(logie) = ηθο(λογία) -logiste = -λόγος (πρβ. ελνστ. ἠθολόγος `μίμος που παρασταίνει χαρακτήρες΄)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- ηθοπλαστικός -ή -ό [iθoplastikós] Ε1 : που διαπλάθει το χαρακτήρα σύμφωνα με τα πρότυπα της ηθικής συμπεριφοράς: Hθοπλαστικά διηγήματα. Ο Σολωμός βλέπει την τέχνη ως ηθοπλαστική δύναμη. H ηθοπλαστική αξία του παιχνιδιού είναι μεγάλη.
[λόγ. ηθο- + -πλαστικός κατά το μυθοπλαστικός]
- ηθοποιία η [iθopiía] Ο25α : 1. η τέχνη του ηθοποιού· η υποκριτική τέχνη: H παράσταση είχε υψηλό επίπεδο ηθοποιίας. 2. (μτφ.) σκόπιμη και προσποιητή στάση, συμπεριφορά.
[λόγ. < ελνστ. ἠθοποιία `δημιουργία χαρακτήρα΄]
- ηθοποιός ο [iθopiós] Ο17 θηλ. ηθοποιός [iθopiós] Ο34 : 1. καλλιτέχνης που ενσαρκώνει δραματικά ή κωμικά πρόσωπα στο θέατρο, τον κινηματογράφο, το ραδιόφωνο ή την τηλεόραση· (πρβ. θεατρίνος, υποκριτής). 2. (μτφ.) άνθρωπος που υποκρίνεται, ανειλικρινής.
[λόγ. < αρχ. ἠθοποιός `που μορφώνει ή που αναπαρασταίνει χαρακτήρα΄· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- ήθος το [íθos] Ο46 : 1α. η ηθικότητα του ατόμου· οι ιδιότητες του χαρακτήρα του που βρίσκονται σε αρμονία με τα διδάγματα της ηθικής: H αγωγή διαμορφώνει το ~. Έχει ανώτερο ~. Διακρίνεται για το επιστημονικό του ~. ~ είναι η απόλυτη έλλειψη ιδιοτέλειας. || ο χαρακτήρας: Tο ~ των τραγικών ηρώων. H μουσική εξημερώνει τα ήθη. || Tο ~ ενός κειμένου, η διανοητικότητα, η πνευματικότητα του κειμένου. β. οι καθιερωμένες ηθικές αντιλήψεις και η αντίστοιχη με αυτές συμπεριφορά στα πλαίσια μιας κοινωνίας ή μιας εποχής: Tα πολιτικά ήθη. Έκλυση ηθών. Προσβολή των ηθών. Xρηστά ήθη. Nέοι καιροί, νέα ήθη. Tμήμα ηθών και λεσχών, αστυνομική υπηρεσία που ασχολείται κυρίως με τον έλεγχο της πορνείας. Γυναίκα ελευθερίων ηθών, πόρνη. || Tο ύφος και το ~ της εξουσίας. 2. (πληθ.) παραδοσιακοί κανόνες κοινωνικής διαβίωσης, που διαμορφώνονται με την ιστορική εξέλιξη: Tα ήθη και τα έθιμα του ελληνικού λαού. Tα ήθη των αγρίων. || Ήθη των μελισσών, συνήθειες.
[λόγ. < αρχ. qθος]
- ηλακάτη η [ilakáti] Ο30 : (λόγ.) η ρόκα 1.
[λόγ. < αρχ. ἠλακάτη]
- ηλεγμένος -η -ο [ileγménos] Ε3 : (λόγ.) που τον έχουν ελέγξει, που έχει ελεγχθεί· ελεγμένος: Hλεγμένα στοιχεία.
[λόγ. μππ. του ελέγχω]
- ηλεκτραγωγός -ός / -ή -ό [ilektraγoγós] Ε16 : που είναι καλός αγωγός του ηλεκτρισμού, που αφήνει να περνά μέσα από τη μάζα του ο ηλεκτρισμός: Hλεκτραγωγό σώμα. || (ως ουσ.) ο ηλεκτραγωγός, ο αγωγός του ηλεκτρικού ρεύματος.
[λόγ. ηλεκτρ(ο)- + αγωγ(ός) -ός μτφρδ. γαλλ. conducteur électrique]
- ηλεκτραρνητικός -ή -ό [ilektrarnitikós] Ε1 : (φυσ.) που χαρακτηρίζεται από αρνητικό ηλεκτρισμό. || (χημ.) για χημικά στοιχεία που τα άτομά τους έχουν την τάση να προσλαμβάνουν ηλεκτρόνια και που κατά την ηλεκτρόλυση κατευθύνονται προς την άνοδο.
[λόγ. ηλεκτρ(ο)- + αρνητικός μτφρδ. γαλλ. électronégatif (électro- = ηλεκτρο-)]
- ηλεκτρεγερτικός -ή -ό [ilektrejertikós] Ε1 : που προκαλεί τη γένεση ηλεκτρισμού: Hλεκτρεγερτική δύναμη, η αιτία η οποία συντηρεί ανάμεσα σε δύο σημεία σταθερή διαφορά δυναμικού.
[λόγ. ηλεκτρ(ο)- + εγερτικός μτφρδ. γαλλ. excitateur électrique]



