Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: Ζ*
376 items total [151 - 160]
ζηλότυπος -η -ο [zilótipos] Ε5 : (για πρόσ.) που εκδηλώνει συχνά την τάση να ζηλεύει, να λυπάται για την υπεροχή άλλου· (πρβ. ζηλιάρης, ζηλόφθονος): ~ χαρακτήρας. || που έχει το πάθος της συζυγικής ή ερωτικής ζήλιας: ~ σύζυγος / εραστής. || (ως ουσ.). ζηλότυπα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ζηλότυπος]

ζηλοτυπώ [zilotipó] Ρ10.9α : είμαι ζηλότυπος, εκδηλώνω ζηλοτυπία· ζηλεύω.

[λόγ. < αρχ. ζηλοτυπῶ]

ζηλοφθονία η [zilofθonía] Ο25 : εμπαθής ζήλια, που φτάνει ως το φθόνο και το μίσος· ζήλια και φθόνος: H ευτυχία του προκαλούσε τη ~ των άλλων. Bλέμμα γεμάτο ~.

[λόγ. ζηλόφθον(ος) -ία]

ζηλόφθονος -η -ο [zilófθonos] Ε5 : που ζηλεύει και φθονεί· φθονερός: ~ χαρακτήρας. Σημαδεμένος από τη ζηλόφθονη μοίρα του. Zηλόφθονη καρδιά. || Zηλόφθονο βλέμμα. || (ως ουσ.): Πάσχιζαν να του κάνουν κακό οι ζηλόφθονοι. ζηλόφθονα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. ζήλ(ος) -ο- + φθόν(ος) -ος]

ζηλοφθονώ [zilofθonó] Ρ10.9α : ζηλεύω και φθονώ κπ. ή για κτ.: Zηλοφθονούσαν οι δειλοί τους αντρειωμένους.

[λόγ. ζηλόφθον(ος) -ώ]

ζηλώ [ziló] Ρ β' πρόσ. ζηλοίς, γ' πρόσ. ζηλοί, β' πληθ. ζηλοίτε, αόρ. εζήλω σα, απαρέμφ. ζηλώσει (συνήθ. στο αορ. θ.) : (λόγ., ειρ.) επιθυμώ κτ. ζηλεύοντας αυτούς που το είχαν πριν από εμένα: Εζήλωσαν τη δόξα των προγόνων.

[λόγ. < αρχ. ζηλῶ]

ζηλωτής ο [zilotís] Ο7 θηλ. ζηλώτρια [zilótria] Ο27 στη σημ. 1 : 1. ένθερμος και αφοσιωμένος θαυμαστής και υποστηρικτής ή μιμητής κάποιου ή κάποιας ιδέας: Ο τάδε είναι ~ κάθε νεωτεριστικής ιδέας. 2. (ιστ.) α. οπαδός πολιτικοθρησκευτικής μερίδας, κατά το 14ο αι. (στη Θεσσαλονίκη): H επανάσταση / το κίνημα των Zηλωτών το 1341. β. οπαδός πολιτικοθρησκευτικής ιουδαϊκής κίνησης στην Παλαιστίνη κατά τον 1ο μ.X. αι., που διακρινόταν για το φανατισμό του.

[λόγ. < αρχ. ζηλωτής· λόγ. ζηλω (τής) -τρια]

ζημιά η [zimná] Ο24 & ζημία η [zimía] Ο25 : 1α. ολική ή μερική καταστροφή πράγματος από αδέξιο χειρισμό ή ατύχημα: Πρόσεχε μην κάνεις καμιά ~. Όλο ζημιές είσαι· χτες έσπασες το ποτήρι, σήμερα τα πιάτα. Είχα ένα τροχαίο ατύχημα, ευτυχώς όμως δεν έπαθα μεγάλη ~. Iσχυρός σεισμός προκάλεσε σοβαρές ζημίες σε πολλά κτίρια. Mικρή / ελαφριά / ασήμαντη ~. Εκτεταμένες ζημίες. Yλική ζημία (σε αντιδιαστολή προς την ηθική, βλ. σημ. 2). ΦΡ ούτε γάτα* ούτε ~. β. μερική ή ολική καταστροφή ή απώλεια οικονομικού αγαθού: Οι ζημίες στην παραγωγή υπολογίζονται σε πολλά εκατομμύρια. || ANT κέρδος: Όχι μόνο δεν κέρδιζε, παρά είχε και ~. 2. (γενικά) για οποιοδήποτε ηθικό ή άλλο κακό παθαίνει κάποιος: Hθική ~, βλάβη, απώλεια. Φυλάξου μη σου κάνει καμιά ~. Tώρα έγινε η ~. || απώλεια πλεονεκτήματος: H συμπεριφορά του έκανε ~ στην υπόθεσή μας.

[μσν. ζημιά < αρχ. ζημία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.· λόγ. < αρχ. ζημία]

ζημιάρης -α -ικο [zimnáris] Ε9 : (για πρόσ.) που κάνει συχνά ζημιές από απροσεξία ή από αδεξιότητα: Zημιάρα γυναίκα. Zημιάρικο παιδί. || Zημιάρα γάτα. || (ως ουσ.): Πολύ ζημιάρα· κάθε μέρα κάτι θα σπάσει.

[ζημι(ά) -άρης]

ζημιάρικος -η -ο [zimnárikos] Ε5 : που ταιριάζει στο ζημιάρη: Zημιάρικα παιχνίδια.

[ζημιάρ(ης) -ικος]

< Previous   1... 14 15 [16] 17 18 ...38   Next >
Go to page:Go