Dictionary of Standard Modern Greek
| 4,209 items total [4111 - 4120] | << First < Previous Next > Last >> |
- εφημέριος ο [efimérios] Ο20α : ιερέας που υπηρετεί σε ενοριακό ναό.
[λόγ. < ελνστ. ἐφημέριος ουσιαστικοπ. αρσ. του αρχ. επιθ. ἐφημέριος `που διαρκεί μία ημέρα΄ κατά τη σημ. της ελνστ. λ. ἐφημερία]
- εφήμερος -η -ο [efímeros] Ε5 : 1.για έντομο ή για φυτό που η ζωή του διαρκεί μία μέρα και με επέκταση, λίγες ώρες έως λίγες μέρες. || (ως ουσ.) το εφήμερο. 2α. (μτφ., με υπ. αφηρ. ουσ.) που, εξαιτίας της φύσης του ή του χαρακτήρα του, δεν μπορεί να διαρκέσει πολύ (για να δηλώσουμε τη ματαιότητα των προσκαίρων): H ζωή είναι εφήμερη, δεν είναι αιώνια. H δόξα περνάει, είναι εφήμερη. Mη ζητάς εφήμερες χαρές. Εφήμεροι έρωτες. β. (ως ουσ.) β1. το εφήμερο, η ιδιότητα του εφήμερου: Tο εφήμερο των απολαύσεων. β2. τα εφήμερα, εφήμερες απολαύσεις, χαρές: Mη θυσιάζεις τα αιώνια για τα εφήμερα.
εφήμερα ΕΠIΡΡ. [λόγ.: 2: αρχ. ἐφήμερος· 1: νλατ. ephemeron (στη νέα σημ.) < αρχ. ἐφήμερον `ένα έντομο που ζει μία μέρα΄]
- εφησυχάζω [efisixázo] Ρ2.1α μππ. εφησυχασμένος : δεν ανησυχώ για την ενδεχόμενη κακή εξέλιξη μιας υπόθεσης, με συνέπεια να παραμένω αδρανής αντί να δραστηριοποιούμαι, για να προλάβω ή για να αντιμετωπίσω κτ. δυσάρεστο: Bασίστηκαν στις διαβεβαιώσεις του και εφησύχασαν, ενώ θα έπρεπε να είχαν λάβει εγκαίρως τα μέτρα τους. Ο εφησυχασμένος πολίτης δεν είναι καλός πολίτης. || κάνω κπ. να εφησυχάσει.
[λόγ. < ελνστ. ἐφησυχάζω `παραμένω ήσυχος΄]
- εφησύχαση η [efisíxasi] Ο33 : η ψυχική κατάσταση στην οποία βρίσκεται αυτός που εφησυχάζει, η έλλειψη ανησυχίας· εφησυχασμός.
[λόγ. < μσν. εφησύχασις `αποσιώπηση΄ < εφησυχα- (εφησυχάζω) -σις > -ση κατά τη σημ. της λ. εφησυχάζω]
- εφησυχασμός ο [efisixazmós] Ο17 : η ψυχική κατάσταση στην οποία βρίσκεται αυτός που εφησυχάζει· εφησύχαση: H βελτίωση της κατάστασης ίσως είναι προσωρινή και δεν πρέπει να μας οδηγήσει σε εφησυχασμό.
[λόγ. εφησυχασ- (εφησυχάζω) -μός]
- εφησυχαστικός -ή -ό [efisixastikós] Ε1 : που δημιουργεί εφησυχασμό.
εφησυχαστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. εφησυχασ- (εφησυχάζω) -τικός]
- εφθαρμένος -η -ο [efθarménos] Ε3 : (λόγ.) φθαρμένος.
[λόγ. < ελνστ. ἐφθαρμένος μππ. του αρχ. φθείρω]
- εφθημιμερής -ής -ές [efθimimerís] Ε10 : (στην αρχ. ελλην. μετρ.) ~ τομή, που γίνεται μετά την πρώτη συλλαβή του τέταρτου πόδα, σε στίχους του δακτυλικού εξαμέτρου και του ιαμβικού τριμέτρου.
[λόγ. < ελνστ. ἑφθημιμερής]
- εφιάλτης ο [efiáltis] Ο10 : 1.τρομακτικό όνειρο που συνοδεύεται από αγωνία και αίσθημα δυσφορίας: Ξυπνάει τη νύχτα από εφιάλτες. Είχα / έβλεπα εφιάλτες. Nυχτερινοί εφιάλτες. 2α. για να χαρακτηρίσουμε κτ. πολύ δυσάρεστο που είχε τρομερές συνέπειες ή που εγκυμονεί τρομακτικούς κινδύνους: Έζησαν τον εφιάλτη της πείνας. Ο ~ πυρηνικού πολέμου. Zούμε σε έναν εφιάλτη / σαν σε εφιάλτη. || για δυσάρεστη ή κουραστική κατάσταση ή γεγονός: Οι εξετάσεις μού έχουν γίνει ~. Tο χρέος είναι ο ~ μου. Γλίτωσα από τον εφιάλτη του πρωινού ξυπνήματος. β. άτομο που δημιουργεί σε κπ. δυσάρεστες καταστάσεις: Οι δανειστές του είχαν γίνει ο καθημερινός ~ του.
[λόγ. < αρχ. ἐφιάλτης]
- εφιαλτικός -ή -ό [efialtikós] Ε1 : που προξενεί τον τρόμο και την αγωνία του εφιάλτη: Ένα εφιαλτικό όνειρο. ~ ύπνος, με εφιάλτες. Οι πρόσφυγες ζουν εφιαλτικές μέρες / στιγμές. Πέρασα μια εφιαλτική νύχτα από τους τρομερούς πόνους. H μόλυνση του περιβάλλοντος έχει πάρει εφιαλτικές διαστάσεις. Tα μυθιστορήματα του Kάφκα έχουν κάτι το εφιαλτικό.
εφιαλτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἐφιαλτικός `που υποφέρει από εφιάλτες΄ σημδ. γαλλ. hallucinatoire]



