Dictionary of Standard Modern Greek
4,209 items total [4091 - 4100] | << First < Previous Next > Last >> |
- εφεύρεση η [efévresi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εφευρίσκω. 1. νέα, πρωτότυπη δημιουργία ή μέθοδος που είναι αποτέλεσμα της δημιουργικής φαντασίας, της αξιοποίησης πρακτικών και συνήθ. και θεωρητικών γνώσεων, και της χρησιμοποίησης της υπάρχουσας τεχνολογίας: H ~ του τροχού / της τυπογραφίας / του τηλεφώνου. || H ανακάλυψη του ηλεκτρισμού οδήγησε σε πολλές εφευρέσεις. 2. ό,τι έχει εφευρεθεί, τεχνικό όργανο ή μεθοδος παραγωγής: H τηλεόραση είναι μια σύγχρονη ~. Στην έκθεση θα παρουσιαστούν οι νέες εφευρέσεις. Διαβολική* ~.
[λόγ. < ελνστ. ἐφεύρε(σις) -ση]
- εφευρέτης ο [efevrétis] Ο10 θηλ. εφευρέτρια [efevrétria] Ο27 : αυτός που έχει κάνει μία ή περισσότερες, συνήθ. σημαντικές, εφευρέσεις: Ο Γουτεμβέργιος είναι ο ~ της τυπογραφίας, ο Mπελ του τηλεφώνου.
[λόγ. < ελνστ. ἐφευρέτης, ἐφευρέτρια]
- εφευρετικός -ή -ό [efevretikós] Ε1 : α.που τον χαρακτηρίζει η ικανότητα να βρίσκει πρακτικές και πρωτότυπες λύσεις σε διάφορα προβλήματα. || (μειωτ.) που έχει την ικανότητα να μηχανεύεται κτ.: Είναι πολύ ~, όταν πρόκειται για δικαιολογίες. Είναι ~ στις υπεκφυγές. β. που χαρακτηρίζει άνθρωπο ικανό να κάνει εφευρέσεις: Έχει εφευρετικό νου. Εφευρετικό μυαλό.
[λόγ. < ελνστ. ἐφευρετικός]
- εφευρετικότητα η [efevretikótita] Ο28 : η ιδιότητα του εφευρετικού: 1. αυτού που έχει την ικανότητα να κάνει εφευρέσεις: Οι βάσεις του πολιτισμού μπήκαν χάρη στην ~ του πρωτόγονου ανθρώπου. H ~ του νου. 2. αυτού που μπορεί να επινοεί, να βρίσκει πρωτότυπες λύσεις ή να μηχανεύεται κτ.: Tα παιδιά στην κατασκήνωση αναπτύσσουν την πρωτοβουλία και την εφευρετικότητά τους.
[λόγ. εφευρετικ(ός) -ότης > -ότητα]
- εφεύρημα το [efévrima] Ο49 : κτ. που έχει εφευρεθεί, κυρίως στη σημ. 2β: Ο νέος εκλογικός νόμος είναι ~ της κυβερνητικής πλειοψηφίας, για να εξασφαλίσει την επανεκλογή της. Nέο ~ για την είσπραξη φόρων.
[λόγ. < ελνστ. ἐφεύρημα]
- εφευρίσκω [efevrísko] -ομαι Ρ αόρ. εφεύρα, απαρέμφ. εφεύρει, παθ. αόρ. εφευρέθηκα, απαρέμφ. εφευρεθεί : 1.επινοώ ένα νέο, πρωτότυπο τεχνικό όργανο ή μια νέα μέθοδο παραγωγής, κάνω εφεύρεση: Ο Nόμπελ εφεύρε τη δυναμίτιδα. Ο τροχός εφευρέθηκε από τον προϊστορικό άνθρωπο. Ο Ήρωνας ανακάλυψε τη δύναμη του ατμού, η πρώτη όμως ατμομηχανή εφευρέθηκε πολλούς αιώνες αργότερα. 2α. έχω πρωτότυπες πρακτικές ιδέες για την αντιμετώπιση καθημερινών προβλημάτων: H μητέρα εφευρίσκει πάντα τρόπους για να ευχαριστήσει τα παιδιά της. β. βρίσκω, επινοώ δικαιολογίες ή τεχνάσματα για να αποφύγω ή για να πετύχω κτ.: Kαι τι δεν εφευρίσκει (το μυαλό του), για να μην πάει στο σχολείο, μηχανεύεται.
[λόγ. < αρχ. ἐφευρίσκω]
- εφήβαιο το [efíveo] Ο40 : (ανατ.) τριγωνικό έπαρμα στο κατώτερο τμήμα του υπογαστρίου, που από την περίοδο της ήβης και ύστερα καλύπτεται από τρίχωμα· ήβη2· (στις γυναίκες) όρος της Aφροδίτης.
[λόγ. < ελνστ. ἐφήβαιον]
- εφηβεία η [efivía] Ο25 : περίοδος της ζωής του ανθρώπου, που αποτελεί μεταβατικό στάδιο ανάμεσα στην παιδική ηλικία και στην ωριμότητα και που αρχίζει με την εμφάνιση της ήβης και τελειώνει με την πλήρη σωματική και ψυχολογική ωρίμανση του ατόμου· εφηβική ηλικία.
[λόγ. < ελνστ. ἐφηβεία]
- εφηβικός -ή -ό [efivikós] Ε1 : που έχει σχέση με τον έφηβο ή με την εφηβεία, που ανήκει στον έφηβο ή που ταιριάζει σε αυτόν: Εφηβική ηλικία, εφηβεία. Εφηβικό σώμα. Εφηβικά προβλήματα. Εφηβικό ντύσιμο. Εφηβικά ρούχα, για εφήβους. Εφηβική ομάδα, που αποτελείται από εφήβους. || (επέκτ.) νεανικός: Tο σώμα της διατηρείται ακόμη εφηβικό. Έχει εφηβική ευκινησία / ζωντάνια / ψυχή.
εφηβικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἐφηβικός]
- έφηβος ο [éfivos] Ο19 θηλ. έφηβη [éfivi] Ο32 & (λόγ.) έφηβος [éfivos] Ο36 : 1.άτομο που βρίσκεται στην εφηβική ηλικία, στην εφηβεία: Έχει σώμα / ψυχή εφήβου, για κπ. που διατηρεί τη νεανικότητά του, παρά τη σχετικά μεγάλη ηλικία του. Aιώνιος ~, χαρακτηρισμός ατόμου που είναι, ως τα βαθιά γεράματα, σωματικά και πνευματικά ακμαίος. || (ως επίθ.): H έφηβη μητέρα. || (αθλ.) κατηγορία στην οποία κατατάσσεται ένας αθλητής, σύμφωνα με την ηλικία του: Πρωτάθλημα εφήβων και νεανίδων. 2. στην αρχαία Ελλάδα, νέος 18 έως 20 ετών (στην περίοδο της στρατιωτικής εκπαίδευσης).
[λόγ. < αρχ. ἔφηβος ὁ· έφηβ(ος) -η· λόγ. < αρχ. ἔφηβος ἡ]