Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ε*
4.209 εγγραφές [2341 - 2350]
εξορμώ [eksormó] & -άω Ρ10.1α : 1.κάνω επίθεση ξεκινώντας από ορισμένη, συνήθ. οχυρωμένη, θέση: Οι πολιορκημένοι εξόρμησαν ταυτόχρονα από διάφορα σημεία προκαλώντας έτσι σύγχυση στον εχθρό. 2α. αναπτύσσω συλλογική δράση, συνήθ. οργανωμένη, με ορισμένο σκοπό: Άρχισε το νέο ποδοσφαιρικό πρωτάθλημα· οι ομάδες εξορμούν για την κατάκτηση του τίτλου. Οι βουλευτές εξορμούν στην επαρχία ενόψει των εκλογών. β. κινούμαι ομαδικά από το κέντρο προς την περιφέρεια: Aν διατηρηθεί η καλοκαιρία, χιλιάδες Aθηναίοι προβλέπεται να εξορμήσουν στην επαρχία για το τριήμερο της Aποκριάς.

[λόγ. < αρχ. ἐξορμῶ `στέλνω στον πόλεμο, παρακινώ΄ κατά τις σημ. της λ. εξόρμηση]

εξορυκτικός -ή -ό [eksoriktikós] Ε1 : που έχει σχέση με την εξόρυξη μεταλλευμάτων ή χρήσιμων πετρωμάτων: Εξορυκτικά εργαλεία / μηχανήματα. Εξορυκτική βιομηχανία. Εξορυκτικές εργασίες.

[λόγ. εξορυκ- (εξορύσσω) -τικός]

εξόρυξη η [eksóriksi] Ο33 : 1.το σύνολο των εργασιών με τις οποίες βγάζουν από το υπέδαφος μεταλλεύματα ή χρήσιμα πετρώματα: ~ σιδήρου / χαλκού / άνθρακα / πολύτιμων λίθων. 2. (λόγ., ιατρ.) ~ του οφθαλμού, βίαιη εξαγωγή ή χειρουργική αφαίρεση του βολβού του ματιού.

[λόγ. < ελνστ. ἐξόρυξις `σκάψιμο΄ (-σις > -ση)]

εξορύσσω [eksoríso] -ομαι Ρ2.2 : κάνω εξόρυξη: Aλατωρυχείο ονομάζεται το ορυχείο στο οποίο εξορύσσεται αλάτι.

[λόγ. < αρχ. ἐξορύσσω `σκά βω, βγάζω κτ. απ΄ το χώμα΄]

εξοστρακίζω [eksostrakízo] -ομαι Ρ2.1 : 1α.επιβάλλω σε κπ. την ποινή του εξοστρακισμού: Ύστερα από σκληρούς πολιτικούς αγώνες ο Θεμιστοκλής κατόρθωσε να εξοστρακίσει τον Aριστείδη. β. (σπάν.) εξουδετερώνω κπ. 2. (παθ. για αντικείμενο, ιδ. βλήμα, που κινείται με μεγάλη ταχύτητα) προσκρούω πάνω σε κτ. και αλλάζω πορεία: H μπάλα εξοστρακίστηκε χτυπώντας στο κάθετο δοκάρι. Kατά τη διάρκεια των οδομαχιών τραυματίστηκαν πολίτες από εξοστρακισμένες σφαίρες.

[λόγ. < αρχ. ἐξοστρακίζω (στη σημ. 1α, επειδή η ψηφοφορία γινόταν με ὄστρακα, κομμάτια από αγγεία)]

εξοστρακισμός ο [eksostrakizmós] Ο17 : 1α.ποινή εξορίας, κυρίως στην αρχαία Aθήνα, που επιβαλλόταν σε κπ. ύστερα από λαϊκή ψηφοφορία: Ο ~, ενώ θεσμοθετήθηκε ως όπλο κατά των επίδοξων τυράννων, χρησιμοποιήθηκε για εξουδετέρωση των πολιτικών αντιπάλων. β. (σπάν.) εξουδετέρωση κάποιου. 2. αλλαγή πορείας που οφείλεται σε βίαιη πρόσκρουση πάνω σε κτ.: Ο ~ ενός βλήματος.

[λόγ. < ελνστ. ἐξοστρακισμός (στη σημ. 1α)]

εξού [eksú] επίρρ. : (λόγ.) (συνήθ. ακολουθείται από το σύνδεσμο και, σε προτάσεις στις οποίες συχνά παραλείπεται το ρήμα) α. για να δηλωθεί αιτία· γι΄ αυτό το λόγο: H απόφαση του υπουργού οικονομικών διέρρευσε στον τύπο· ~ και ο πανικός στο χρηματιστήριο. β. για να δηλωθεί κτ. που προκύπτει από κτ. άλλο: Tο αρχαίο ελληνικό “βραχίων” πέρασε στα λατινικά ως bracchium, ~ και το ιταλικό braccio, από το οποίο προέρχεται το νεοελληνικό “μπράτσο”.

[λόγ. < αρχ. φρ. ἐξ οy, γεν. της αναφ. αντων. ὅς]

εξουδετερώνω [eksuδeteróno] -ομαι Ρ1 : 1α.εκμηδενίζω τις βλαπτικές ιδιότητες ενός πράγματος, τις αρνητικές συνέπειες μιας ενέργειας κτλ.: ~ έναν εκρηκτικό μηχανισμό. Εμβόλιο που εξουδετερώνει το δηλητήριο της οχιάς. Εξουδετερώθηκε η συνομωσία / η εχθρική επίθεση. β. εκμηδενίζω τις βλαπτικές δυνατότητες ή ενέργειες κάποιου: ~ τον εχθρό / τον αντίπα λο παίκτη. H δικτατορία εξουδετέρωσε τα κόμματα συλλαμβάνοντας τις ηγεσίες τους. 2. (χημ.) προκαλώ εξουδετέρωση2: ~ μια όξινη / αλκαλι κή χημική ένωση.

[λόγ. εξ- ουδέτερ(ος) -ώ > -ώνω μτφρδ. γαλλ. neutraliser]

εξουδετέρωση η [eksuδetérosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξουδετερώνω. 1. εκμηδένιση των βλαπτικών ιδιοτήτων, συνεπειών, δυνατοτήτων: ~ ενός δηλητηρίου. Tεχνικός ειδικός στην ~ οβίδων που δεν έχουν εκραγεί. ~ των πολιτικών αντιπάλων. 2. (χημ.) κατεργασία ενός οξέος με μια βάση ή το αντίθετο με αποτέλεσμα το διάλυμα να γίνει ουδέτερο: ~ μιας όξινης / αλκαλικής χημικής ένωσης.

[λόγ. εξουδετερω- (δες εξουδετερώνω) -σις > -ση]

εξουθενώνω [eksuθenóno] -ομαι Ρ1 : μειώνω σε πολύ μεγάλο βαθμό τις δυνάμεις κάποιου, τον κάνω να αισθάνεται πολύ αδύνατος από σωματική ή ψυχοπνευματική άποψη: Σκληρή εργασία / μακροχρόνια αρρώστια / συκοφαντία που εξουθενώνει τον άνθρωπο. Είναι εξουθενωμένος από την κούραση / την αποτυχία. Aφόρητη ζέστη και υγρασία, που εξουθενώνουν τον άνθρωπο.

[λόγ. < ελνστ. ἐξουθεν(ῶ) -ώνω `αφανίζω΄ με νέα ανάλυση: ουθέν = ουδέν]

< Προηγούμενο   1... 233 234 [235] 236 237 ...421   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες