Dictionary of Standard Modern Greek
| 1,130 items total [1091 - 1100] | << First < Previous Next > Last >> |
- βυθίζω [viθízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. κάνω κτ. να κατεβεί στο βυθό, στον πάτο κυρίως της θάλασσας· βουλιάζω: Tο υποβρύχιο τορπίλισε και βύθισε την εχθρική κανονιοφόρο. Tο πλοίο βυθίστηκε μετά την πρόσκρουσή του σε ύφαλο. Aπομεινάρια βυθισμένων πλοίων. 2. κάνω κτ. να κατεβεί μερικά ή ολικά κάτω από την επιφάνεια νερού ή άλλου υγρού· βουτάω: Bύθισε το κεφάλι της στο νερό και κράτησε την αναπνοή της. Tο σώμα του ήταν βυθισμένο ως τη μέση στο βούρκο. 3 (μτφ.) α. κάνω κτ. να εισχωρήσει βαθιά κάπου: Bύθισε το μαχαίρι στο στήθος του, έμπηξε. || Bύθισε το βλέμμα του στο βάθος του ορίζοντα. β. (παθ.) απορροφιέμαι, παραδίδομαι ολοκληρωτικά σε κτ.: Bυθίστηκε στις σκέψεις του / στη σιωπή / στη μελέτη / στην αμαρτία / σ΄ ένα βαθύ ύπνο. γ. (παθ.) μπαίνω κάπου βαθιά, ώστε να μη φαίνομαι: Ο ήλιος βυθίστηκε στη θάλασσα κατακόκκινος, έδυσε. 4. κάνω κτ. να περιέλθει, να περιπέσει πλήρως σε μια (αρνητική) κατάσταση: H διακοπή του ηλεκτρικού ρεύματος βύθισε την πόλη στο σκοτάδι. H οικογένεια του νεκρού βυθίστηκε στο πένθος. || (παθ.) πέφτω σε λήθαργο, νάρκη, κώμα: Ο άρρωστος / ο τραυματίας / ο εγχειρισμένος είναι από χθες βυθισμένος.
[λόγ. < αρχ. βυθίζω]
- βυθιότητα η [viθiótita] Ο28 (χωρίς πληθ.) : (ιατρ.) κατάσταση ασθενούς κατά την οποία παρατηρείται μείωση των κινητικών και νοητικών του λειτουργιών: Ο ασθενής βρίσκεται σε κατάσταση βυθιότητας.
[λόγ. βύθ(ος) -ότης > -ότητα με προσθήκη του -ι- κατά το νηφαλιότητα]
- βύθιση η [víθisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του βυθίζω: ~ ενός σώματος σε υγρό. Ο τορπιλισμός του πλοίου είχε ως αποτέλεσμα τη βύθισή του μέσα σε διάστημα δέκα λεπτών.
[λόγ. βυθι- (βυθίζω) -σις > -ση (πρβ. λαϊκό βύθιση `βύθος΄)]
- βύθισμα το [víθizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του βυθίζω. || (ναυτ.) το τμήμα του πλοίου που βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, από την ίσαλη γραμμή ως την καρίνα: Πρυμναίο / πρωραίο / μεσαίο ~. Πλοίο με ~ δεκαπέντε ποδών. || (γεωλ.) κάθε περιοχή του φλοιού της γης που είναι χαμηλότερη από αυτές που την περιβάλλουν.
[λόγ. βυθισ- (βυθίζω) -μα]
- βυθο- [viθo] : (συνήθ. επιστ.) α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις με αναφορά στο βυθό, κυρίως της θάλασσας: ~κόρος, ~σκόπιο. || ~μετρώ.
[λόγ. θ. του ουσ. βυθ(ός) -ο-]
- βυθοκόρος ο [viθokóros] Ο18 : πλωτός μηχανικός εκσκαφέας που χρησιμοποιείται για να εκβαθύνει ή να καθαρίσει τον πυθμένα θαλασσών, ποταμών ή λιμνών.
[λόγ. βυθο- + αρχ. ρ. κορ(έω) `σκουπίζω΄ -ος κατά το νεωκόρος μτφρδ. γαλλ. cure-mἄle]
- βυθομέτρηση η [viθométrisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του βυθομετρώ.
[βυθομετρη- (βυθομετρώ) -σις > -ση]
- βυθόμετρο το [viθómetro] Ο42 : ειδικό μηχάνημα ή όργανο με το οποίο γίνεται η βυθομέτρηση: Hχητικό ~.
[λόγ. βυθο- + -μετρον μτφρδ. γαλλ. bathomètre < αρχ. βαθ(ύς) -ο- + -mètre = -μετρον]
- βυθομετρώ [viθometró] -ούμαι Ρ10.9 : μετρώ με ειδικά μηχανήματα και συσκευές το βάθος θάλασσας, λίμνης, ποταμού κτλ. σε μια ορισμένη θέση.
[βυθο- + -μετρώ]
- βύθος το [víθos] Ο46 : (λαϊκότρ.) η κατάσταση νάρκης, λήθαργου, κώματος λόγω εξάντλησης, ασθένειας: Ο άρρωστος έπεσε σε ~.
[μσν. βύθος < βυθ(ίζω) -ος (αναδρ. σχημ.)]



