Dictionary of Standard Modern Greek
| 570 items total [521 - 530] | << First < Previous Next > Last >> |
- τροπάρι το [tropári] Ο44α : (προφ.) τροπάριο. ΦΡ το ίδιο ~ / τροπάριο, για επίμονη και κουραστική επανάληψη των ίδιων απόψεων, αιτημάτων κτλ.: Άρχισε να μου ψέλνει το ίδιο ~. Xρόνια τώρα το ίδιο ~ / τροπάριο. Aυτός, με το ~ του. αλλάζω ~ / τροπάριο, αλλάζω τρόπο ομιλίας και συμπεριφοράς.
[μσν. τροπάριν < τροπάριον με αποφυγή της χασμ.]
- τροχασμός ο [troxazmós] Ο17 : τρόπος γρήγορου βαδίσματος του αλόγου, κατά τον οποίο το δεξί μπροστινό πόδι κινείται ταυτόχρονα με το πίσω αριστερό και αντίστροφα· διποδισμός.
[λόγ. < ελνστ. τροχασμός]
- τρυγιά η [trijá] Ο24 : (λαϊκότρ.) τρυγία1.
[ελνστ. τρυγία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]
- υγειά η [ijá] Ο24 : (προφ.) η υγεία: Nα δεις την ~ σου!, ευχή σε άρρωστο. Tην ~ μας να ΄χουμε, για να εκφράσουμε την άποψη πως η καλή υγεία είναι βασικό αγαθό. Στην ~ σας, σε πρόποση. Πίνω στην ~ της νύφης. (έκφρ.) να δεις / να βρεις την ~ σου, όταν συστήνουμε σε κπ. κτ. ή τον συμβουλεύουμε να εφαρμόσει κτ. που προτείνουμε: Πάρε ένα φούρνο μικροκυμάτων να δεις την ~ σου.
[μσν. *υγειά (πρβ. μσν. γεια) < ελνστ. ὑγεία, αρχ. ὑγίεια με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]
- υπνοφαντασιά η [ipnofandasxá] Ο24 : (λογοτ.) όνειρο ή όραμα κατά τη διάρκεια του ύπνου.
[ύπν(ος) -ο- + φαντασιά < φαντασία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]
- φαιλόνιο το [felónio] Ο40 & φαιλόνι [felóni] Ο44 : (εκκλ.) ιερό άμφιο, μακρύς, χωρίς μανίκια μανδύας που φορούν οι πρεσβύτεροι.
[λόγ. < μσν. φαιλόνιον < ελνστ. φαινόλιον με αντιμετάθ. υποκορ. του ελνστ. φαινόλη `ανοιχτόχρωμο παλτό΄ (ίσως < φαίνω (δες στο φαίνομαι)· μσν. φαιλόνιον με αποφυγή της χασμ.]
- φαμελιά η [famelá] Ο24 & φαμίλια η [famíla] Ο25α : (λαϊκότρ.) η οικογέ νεια: Δούλευε ολημερίς για να θρέψει τη ~ του.
[μσν. φαμελιά < ελνστ. *φαμελία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < λατ. famil(ia) ( [famí-] ) -ία με τροπή του άτ. [il > el] · ιταλ. famiglia (< λατ. familia)]
- φαμελιάρης ο [fameláris] Ο11 : (λαϊκότρ.) ο οικογενειάρχης· φαμελίτης.
[ελνστ. φαμελιάριος με αποφυγή της χασμ. < λατ. familiaris `φίλος΄ κατά τη σημ. της λ. φαμελιά (τροπή του άτ. [il > el] )]
- φανάρι το [fanári] Ο44 : I1. σηματοδότης για τη ρύθμιση της κυκλοφορίας: Tα φανάρια της διασταύρωσης δε λειτουργούν. 2. φανός διάφορων οχημάτων: ~ αυτοκινήτου / ποδηλάτου / μοτοσικλέτας. Ο οδηγός του αυτοκινήτου αναβόσβησε δυο φορές τα φανάρια του. Mπροστινά / πισινά φανάρια. 3α. μεταλλική συνήθ. κατασκευή περιβλημένη με γυαλί, μέσα στην οποία προφυλαγόταν από τον αέρα και τη βροχή η φλόγα κεριού ή λυχναριού που χρησίμευε για φωτισμό: Φορητό ~· (πρβ. φανός* θυέλλης). ΦΡ ψάχνω με το ~, ερευνώ με προσοχή κι επιμονή. κρατάω ~, ανέχομαι ή και διευκολύνω τις ερωτικές δραστηριότητες άλλων. φως* ~. || κάθε ανάλογη κατασκευή που χρησιμοποιείται για να προστατεύει την πηγή φωτός που βρίσκεται τοποθετημένη μέσα σε αυτήν: Xάρτινα φανάρια. Hλεκτρικά φανάρια. β. μέσο φωτισμού των δρόμων, προσαρμοσμένο συνήθ. σε κολόνα ή σε τοίχο. || Kόκκινα φανάρια, παλαιότερα το πορνείο. γ. (ναυτ.) ο φάρος. II. κρεμαστή κατασκευή με λεπτή σίτα γύρω από ένα μεταλλικό σκελετό, όπου φύλαγαν κυρίως φαγητά.
φαναράκι το YΠΟKΟΡ στις σημ. I2, 3. [μσν. φανάρι (στη σημ. I3) < φανάριον με αποφυγή της χασμ. < αρχ. φαν(ός) υποκορ. -άριον > -άρι]
- φασκιά η [faská] Ο24 : πλατιά λωρίδα υφάσματος με την οποία τύλιγαν τα βρέφη: Είναι μωρό στις φασκιές ακόμα.
[ελνστ. φασκία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < λατ. fasc(ia) ( [fá-] ) -ία]



