Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: χρηματισμός
1 item total
χρηματισμός ο [xrimatizmós] Ο17 : η ενέργεια του χρηματίζομαι.

[λόγ. < αρχ. χρηματισμός `εμπόριο΄ κατά τη σημ. του χρηματίζομαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go