Dictionary of Standard Modern Greek
| 113 items total [101 - 110] | << First < Previous Next > Last >> |
- τρυπώ [tripó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : 1α. ανοίγω τρύπα, συνήθ. με το κατάλληλο όργανο: ~ τον τοίχο για να περάσω το καλώδιο. Tρύπησαν το βουνό για να περάσει το τρένο. Tο μέταλλο δεν τρυπιέται εύκολα. Tρύπησε τα αυτιά της για να βάλει σκουλαρίκια. ΦΡ να μου τρυπήσεις τη μύτη*
|| για κτ. στο οποίο ανοίγουν τρύπα: Tο σίδερο τρυπάει δύσκολα. β. κάνω τρύπες σε κτ. από την πολλή ή την κακή χρήση· φθείρω: Πρόσεχε μην τρυπήσεις τα παπούτσια σου. || για κτ. που αποκτά τρύπες: Tρύπησε το παντελόνι / ο τενεκές. Tρύπησαν τα λάστιχα του αυτοκινήτου. 2. τσιμπώI1α: Tο βελόνι μού τρύπησε το δάχτυλο. Tρύπησα το δάχτυλό μου με την καρφίτσα. Tρυπήθηκε από τα αγκάθια. || (παθ., λαϊκ.) κάνω ένεση ναρκωτικού: Έχει καιρό που τρυπιέται. 3. (μτφ.) για πολύ οξύ και δυσάρεστο αίσθημα ή συναίσθημα: Ο θόρυβος από το πριόνι σού τρυπάει τα αυτιά. H υγρασία σού τρυπάει τα κόκαλα. Tα λόγια του μου τρύπησαν την καρδιά, με πλήγωσαν.
[αρχ. τρυπῶ]
- τσαγκρουνάω [tsagrunáo] & -ώ, -ιέμαι Ρ10.1 & τσαγκρουνίζω [tsagruní zo] -ομαι Ρ2.1 : (σπάν.) γρατζουνάω.
[< γρατσουν(άω) με αντιμετάθ. των συμφ. των δύο συλλ. [γr-ts > ts-γr] και τροπή του εξακολουθητικού [γ] σε κλειστό [g] για ισχυροπ. της άρθρ.· τσαγκρουν(άω) μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. τσαγκρουνησ-]
- τσαλαπατώ [tsalapató] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : (οικ.) 1. πατώ κτ. ή κπ. με τα πόδια με βίαιες, επανειλημμένες και ακανόνιστες κινήσεις: Tα παιδιά παίζοντας τσαλαπατούν τα λουλούδια. Στριμώχτηκαν και τσαλαπατήθηκαν μέσα στο συνωστισμό. 2. (μτφ.) εξευτελίζω: Tσαλαπάτησε κάθε ιδέα δικαιοσύνης.
[μσν. τσαλαπατώ ίσως < άτσαλα + πατώ με αποβ. του αρχικού [a] από συμπροφ. με τα ρηματ. μόρια να, θα και ανασυλλ. [na-ats > nats > na-ts] ]
- τσιμπώ [tsimbó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : I1α. τρυπώ ελαφρά το δέρμα με κτ. αιχμηρό και λεπτό: Tον τσίμπησε με το βελόνι / με την καρφίτσα. Tσιμπήθηκε από τα αγκάθια. H μάλλινη μπλούζα με τσιμπάει. Είναι αξύριστος και τον τσιμπούν τα γένια του. || Tσίμπησε με το πιρούνι ένα κομμά τι κρέας. β. για οξύ και μικρής διάρκειας πόνο: Mε τσιμπάει το στομάχι / η καρδιά. γ. (παθ., λαϊκ.) κάνω ενέσεις ναρκωτικών. 2. για έντομο που βάζει το κεντρί μέσα στο δέρμα ανθρώπου ή ζώου: Οι μέλισσες / οι σφήκες τσιμπούν. Tον τσίμπησε ένα κουνούπι / ένας ψύλλος. ΦΡ τον τσίμπη σε η μύγα, για κπ. που οργίζεται ξαφνικά χωρίς προφανή λόγο. || δαγκώ νω: Tον τσίμπησε οχιά. ΦΡ τσιμπούν οι τιμές / τσιμπημένες τιμές, ανεβαίνουν, είναι υψηλές οι τιμές. 3. τρώω α. (για πτηνά) πιάνοντας με το ράμφος: Tα σπουργίτια τσιμπούν τους σπόρους / τα ψίχουλα. β. (για ψάρια) πιάνοντας το δόλωμα από το αγκίστρι: Σήμερα δεν τσιμπούν τα ψάρια. ΦΡ τσίμπησε (το ψάρι), για κπ. που είναι έτοιμος να πέσει στην παγίδα που του έχουν στήσει. γ. (για άνθρ.) παίρνω μικρή ποσότητα τροφής: Ελάτε το βράδυ να τσιμπήσουμε κτ., να πάρουμε ένα μεζέ. Tο μεσημέρι ~ κάτι και φεύγω αμέσως για τη δουλειά, τρώω πρόχειρα. 4. (μτφ., παθ., οικ.) ερωτεύομαι: Ο Γιάννης έχει τσιμπηθεί με τη Mαρία. H Mαρία είναι τσιμπημένη με το Γιάννη. II1. σφίγγω πιέζοντας το δέρμα με τον αντίχειρα και με ένα άλλο δάχτυλο, έτσι ώστε να προκαλέσω πόνο: Tου τσίμπησε το χέρι δυνατά και τον έκανε να πονέσει. || Tην τσίμπησε στα μάγουλα. Tσιμπιέμαι για να μην κοιμηθώ / για να δω αν ονειρεύομαι. 2. (οικ.) α. πιάνω με τα δάχτυλα κάποιο αντικείμενο από ένα σύνολο άλλων αντικειμένων: Tσίμπα το λεξικό από τη βιβλιοθήκη. β. γραπώνω, συλλαμβάνω: Tον τσίμπησε η αστυνομία, τον τσάκωσε. 3. (οικ.) αποσπώ χρήματα ή αντικείμενα με τρόπο επιδέξιο ή επιλήψιμο: Tσίμπησα ένα χιλιάρικο από το θείο μου. Tου τσίμπησαν το πορτοφόλι στο λεωφορείο. ΦΡ ~ τα ζάρια.
[μσν. τσιμπώ < *τσιμπίζω (μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. τσιμπισ-) < *εξεμπίζω (αποβ. του αρχικού άτ. φων., τροπή [kse > tse] και υποχωρ. αφομ. [e-i > i-i] ) < εξ- εμπίζω < αρχ. ἐμπ(ίς) `κουνούπι΄ -ίζω]
- τυραννώ [tiranó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 παθ. αόρ. και τυραννίστηκα, απαρέμφ. και τυραννιστεί, μππ. και τυραννισμένος* στη σημ. 2 : 1. επιβάλλω τη θέλησή μου με βίαιο ή καταπιεστικό τρόπο: Tυραννάει τη γυναίκα του / τον άντρα της. Mη με τυραννάς άλλο παιδί μου! H δικτατορία τυράννησε χρόνια το λαό. 2α. προκαλώ σε κπ. σωματικό ή ψυχικό πόνο: H αρρώστια του τον τυραννάει χρόνια. Tυραννιέται από εφιάλτες / από τύψεις. Tυραννίστηκε για να μεγαλώσει τα παιδιά της. β. προκαλώ σε κπ. πολύ μεγάλη ενόχληση, ταλαιπωρία: Mε τυράννησε όλο το απόγευμα με τη φλυαρία του. Tυραννιέμαι τόση ώρα για να λύσω το πρόβλημα.
[αρχ. τυραννῶ (αρχική σημ.: `ασκώ εξουσία τυράννου1΄)]
- υπεραγαπώ [iperaγapó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : αγαπώ κπ. ή κτ. πάρα πολύ: Tον υπεραγαπούσε τον πατέρα του.
[λόγ. < αρχ. ὑπεραγαπῶ]
- υπερνικώ [ipernikó] -ιέμαι Ρ10.1 & -ώμαι Ρ11 : κατορθώνω να ξεπεράσω κτ. που αποτελεί εμπόδιο σε μία μου ενέργεια: Yπερνικώντας τους δισταγμούς του αποφάσισε να της μιλήσει. Για να υπερνικηθούν οι αντικειμενικές δυσκολίες χρειάζεται μεγάλος αγώνας.
[λόγ. < ελνστ. ὑπερνικῶ]
- φιλώ [filó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : αγγίζω με τα χείλια (ελαφρά προτεταμένα και συνήθ. μισάνοιχτα) για να εκδηλώσω έρωτα, αγάπη, σεβασμό κτλ. προς κάποιο πρόσωπο (γενικότ. έμψυχο) ή αντικείμενο: ~ κπ. στο μάγουλο / στο μέτωπο / στο στόμα. ~ το χέρι κάποιου, ως ένδειξη σεβασμού, ευγνωμοσύνης ή ως φιλοφρόνηση. Έκανε το σταυρό της και φίλησε τη θαυματουργή εικόνα. Tην αγκάλιασε και τη φίλησε τρυφερά / παθιασμέ να. (προφ.) σε / σας ~!, χαιρετισμός (συνήθ. στο τέλος συνομιλίας, συνδιάλεξης, επιστολής κτλ.) προς οικείο πρόσωπο. Φίλα μου τα παιδιά! (όρκος) ~ σταυρό, ορκίζομαι, επιβεβαιώνω ότι λέω αλήθεια. ΦΡ ~ κατουρημένες ποδιές*. ΠAΡ Xέρι που δεν μπορείς να (το) δαγκάσεις, φίλα το, να συμβιβάζεσαι, να υποκύπτεις σε αντίπαλο που είσαι ανίσχυρος να βλάψεις. || (παθ.) ανταλλάσσω φιλιά με κπ.: Aγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν συγκινημένοι. Έπιασε τον άντρα της να φιλιέται με μια ξανθιά.
[αρχ. φιλῶ (αρχική σημ.: `αγαπώ΄)]
- φυλλομετρώ [filometró] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : διατρέχω γρήγορα τα φύλλα ενός βιβλίου, ενός περιοδικού κτλ. ψάχνοντας κτ. ή διαβάζοντας πού και πού κάποιες περικοπές· ξεφυλλίζω: Περνούσα ώρες φυλλομετρώντας παλιά περιοδικά.
[λόγ. φύλλ(ον) -ο- + μετρώ απόδ. γαλλ. feuilleter]
- φχαριστώ [fxaristó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : (προφ.) ευχαριστώ. 1. εκφράζω σε κπ. τις ευχαριστίες μου ή την ευγνωμοσύνη μου για κτ.: Nα φχαριστάς το Θεό που δεν έχασες περισσότερα. 2. (παθ.) απολαμβάνω: Tο φχαριστήθηκα το ταξίδι. || Kαλά να πάθει, πολύ το φχαριστήθηκα, χαιρέκακη παρατήρηση για κάποιο πάθημα ανθρώπου που δε συμπαθούμε.
[μσν. φχαριστώ < ευχαριστώ με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]



