Dictionary of Standard Modern Greek
| 104 items total [91 - 100] | << First < Previous Next > Last >> |
- φκιάξιμο το [fkáksimo] Ο50 : (λαϊκότρ.) φτιάξιμο.
[φκιαξ- (φκιάχνω) -ιμο]
- φράξιμο το [fráksimo] Ο50 : η ενέργεια του φράζω, η περίφραξη, ο αποκλεισμός, το βούλωμα: Tο ~ του χωραφιού / του δρόμου / του ανοίγματος.
[φραξ- (φράζω) -ιμο]
- φταίξιμο το [ftéksimo] Ο50 : εσφαλμένη ενέργεια ή συμπεριφορά με δυσάρεστα, αρνητικά αποτελέσματα: Δικό μου είναι το ~ και το αναγνωρίζω. Ποιο είναι το φταίξιμό μου και μου φέρεσαι τόσο άσκημα; Ρίχνω το ~ σε κπ., του αποδίδω ευθύνες, τον θεωρώ υπαίτιο, υπεύθυνο, ένοχο για κτ.
[φταιξ- (φταίω) -ιμο (πρβ. μσν. φταίσιμον)]
- φτάσιμο το [ftásimo] Ο50 : η άφιξη, ο ερχομός, η κατάληξη κάποιου προσώπου ή πράγματος σε κάποιο σημείο, τόπο, κατάσταση κτλ.
[φτασ- (φτάνω) -ιμο]
- φτιάξιμο το [ftxáksimo] & φτιάσιμο το [ftxásimo] Ο50 : η ενέργεια του φτιάχνω, η κατασκευή, η βελτίωση, η επισκευή, η τακτοποίηση κτλ.: Tο αυτοκίνητο χάλασε και θέλει ~. Tο ~ του δρόμου κόστισε πολλά εκατομμύρια. Tο δωμάτιο θέλει ~, γιατί είναι άνω κάτω.
[φτιαξ- (φτιάχνω), φτιασ- (φτιάνω) -ιμο]
- φτύσιμο το [ftísimo] Ο50 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του φτύνω: Tο ~ στο πάτωμα είναι ένδειξη έλλειψης πολιτισμού. Πιστεύεται ότι το ~ αποτρέπει το μάτιασμα. || (έκφρ.) (κάποιος ή κτ.) είναι για ~, για κπ. ή για κτ. που προκαλεί αποστροφή, αηδία, περιφρόνηση, έντονη αποδοκιμασία.
[φτυσ- (φτύνω) -ιμο]
- χάσιμο το [xásimo] Ο50 : η ενέργεια του χάνω. 1. στέρηση ενός υλικού αγαθού· απώλεια1α: Tο ~ του δαχτυλιδιού / της περιουσίας. 2. αφαίρεση τμήματος ενός συνόλου ή παύση μιας λειτουργίας· απώλεια: Tο ~ του ποδιού / της φωνής μου. || Tο ~ του βάρους. 3. έλλειψη προσανατολισμού, μπέρδεμα: Tο ~ του δρόμου. 4. αποτυχία: Tο ~ της δίκης / του παιχνιδιού. 5. στέρηση ενός αγαθού που οφείλεται σε κακή εκμετάλλευσή του: Tο ~ χρόνου, απώλεια. Δεν έχω καιρό για ~. 6. για καθυστερημένη ενέργεια: Tο ~ του τρένου / της προθεσμίας.
[χασ- (χάνω) -ιμο]
- χέσιμο το [xésimo] Ο50 : (προφ., οικ.) 1. η ενέργεια του χέζω: Πάει για ~. Ο γέρος πάει από πέσιμο ή από ~, για να δηλώσουμε ότι τα κατάγματα και οι γαστρεντερίτιδες οδηγούν συχνά τους γέρους στο θάνατο. 2. (μτφ.) α. χυδαία βρισιά: Έφαγε ένα γερό ~. β. περιφρόνηση: Όλ΄ αυτά είναι για ~. γ. μεγάλος φόβος.
[χεσ- (χέζω) -ιμο]
- χτίσιμο το [xtísimo] & κτίσιμο το [ktísimo] Ο50 : η ενέργεια του χτίζω. ANT γκρέμισμα. 1. κατασκευή: Tο ~ της γέφυρας / του τοίχου. Φέτος έχουμε χτισίματα, χτίζουμε. 2. φράξιμο: Tο ~ της πόρτας. 3. ίδρυση πόλης: Tο ~ της Ρώμης. 4. (μτφ.) δημιουργία ενός μακρόπνοου έργου: Tο ~ του αυριανού κόσμου.
[μσν. κτίσιμο(ν) με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < κτισ- (κτίζω) -ιμον· λόγ. < μσν. κτίσιμο(ν)]
- χύσιμο το [xísimo] Ο50 : η ενέργεια του χύνω. I1. Tο ~ του νερού / της ζάχαρης. ~ αίματος, αιματοχυσία. 2. Tο ~ των μετάλλων, χύτευση. 3. (προφ.) εκσπερμάτιση. II. Tο ~ της ιλαράς, η εμφάνιση του εξανθήματος της ιλαράς.
[χυσ- (χύνω) -ιμο]



