Dictionary of Standard Modern Greek
| 352 items total [291 - 300] | << First < Previous Next > Last >> |
- σάλιαγκας ο [sálaŋgas] & σάλιακας ο [sálakas] Ο5 : (λαϊκότρ.) το σαλιγκάρι· σάλιαγκος.
[μσν. σάλιακας < σάλι(ο) -ακας και με ηχηροπ. του μεσοφ. [k > g] ]
- σάρακας ο [sárakas] Ο5 : (λαϊκότρ.) το σαράκι.
[ελνστ. σάραξ, αιτ. -ακα `σκόρος΄]
- σαρδόνυχας ο [sarδónixas] Ο5 : είδος ημιπολύτιμου λίθου σε ευρεία χρή ση από την αρχαιότητα έως σήμερα.
[λόγ. < ελνστ. σαρδόνυξ, αιτ. -υχα]
- σίφουνας ο [sífunas] Ο5 : 1. μετεωρολογικό φαινόμενο κατά το οποίο στή λη σκόνης ή υδρατμών, με τη μορφή ανεστραμμένου κώνου, ανυψώνεται από την επιφάνεια της θάλασσας ή της ξηράς και περιστρέφεται με μεγά λη ταχύτητα. 2. (μτφ.) χαρακτηρισμός ανθρώπου που κινείται ορμητικά: Mπήκε (σαν) ~ στο δωμάτιο. Πέρασε από μπροστά μας σαν ~. || για γεγονός που εκτυλίσσεται με ταχύτητα και δημιουργεί αναστάτωση και μεγάλη αναταραχή.
[αρχ. σίφων, αιτ. -ωνα ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [f] και του [n] ) (πρβ. μσν. σιφούνι)]
- σκευοφύλακας ο [skevofílakas] Ο5 : (εκκλ.) αξίωμα κληρικού που είναι αρμόδιος για τη φύλαξη των ιερών σκευών.
[λόγ. < ελνστ. σκευοφύλαξ, αιτ. -ακα]
- σκώληκας ο [skólikas] Ο5 : (λόγ.) σκουλήκι: Εντερικοί σκώληκες, που παρασιτούν στο πεπτικό σύστημα των ζώων.
[λόγ. < αρχ. σκώληξ, αιτ. -ηκα]
- σπεκουλάτορας ο [spekulátoras] Ο5 : ο σπεκουλαδόρος.
[λόγ. < ελνστ. σπεκουλάτωρ, αιτ. -ορα `πρόσκοπος΄ < λατ. speculator κατά τη σημ. του σπεκουλάρω & του ιταλ. speculatore]
- σπόνσορας ο [spónsoras] Ο5 : αυτός που αναλαμβάνει τη χρηματοδότηση μιας καλλιτεχνικής ή αθλητικής εκδήλωσης και γενικά ενός πολιτιστικού έργου· χορηγός1β.
[λόγ. σπόνσ(ωρ) -ορας < αγγλ. sponsor]
- στήμονας ο [stímonas] Ο5 : (βοτ.) το αρσενικό αναπαραγωγικό όργανο του άνθους, που αποτελείται από το νήμα και από τον ανθήρα.
[λόγ. < αρχ. στήμων, αιτ. -ονα `στημόνι΄ σημδ. γαλλ. étamine]
- στραβούλιακας ο [stravúlakas] Ο5 (χωρίς γεν. πληθ.) : (οικ., χλευ.) άνθρωπος που δε βλέπει ή που δε βλέπει καλά.
[στραβ(ός) 2 -ούλιακας]



