Dictionary of Standard Modern Greek
| 125 items total [71 - 80] | << First < Previous Next > Last >> |
- πρίσμα το [prízma] Ο48 : 1. (γεωμ.) στερεό πολύεδρο σώμα που οι δύο έδρες (βάσεις) του είναι ίσα και παράλληλα πολύγωνα, οι δε υπόλοιπες είναι παραλληλόγραμμα: Εξαεδρικό / τριγωνικό / τετραγωνικό ~. Bάσεις / πλευρές / ακμές / εμβαδόν / όγκος πρίσματος. Kανονικό ~, το ορθό πρίσμα, οι βάσεις του οποίου είναι κανονικά πολύγωνα. Kολοβό ~, το καθένα από τα δύο στερεά που προκύπτουν, όταν τμηθεί ένα πρίσμα από επίπεδο μη παράλληλο προς τις βάσεις του. Ορθό ~, το πρίσμα που οι πλευρικές ακμές του είναι κάθετες στα επίπεδα των βάσεων. Πλάγιο ~, το πρίσμα που οι πλευρικές ακμές του δεν είναι κάθετες στις βάσεις. || (οπτ.) τριγωνικό πρίσμα από γυαλί ή άλλο διαφανές υλικό, που εκτρέπει και αναλύει τις φωτεινές ακτίνες. 2. (μτφ.) η (ιδιαίτερη) σκοπιά, η οπτική γωνία από την οποία εξετάζει, προσεγγίζει κάποιος ένα θέμα: Tο πρόβλημα πρέπει να επανεξεταστεί υπό το ~ των νεότερων εξελίξεων. Mην τα βλέπεις όλα μέσα απ΄ το ~ της απαισιοδοξίας.
[λόγ.: 1: ελνστ. πρῖσμα, αρχ. σημ.: `πριονισμένο΄· 2: σημδ. γαλλ. prisme]
- πταίσμα το [ptézma] Ο48 : (λόγ.) σφάλμα, παράπτωμα που διαπράττει κάποιος. || (νομ.) ο κατώτερος βαθμός χαρακτηρισμού της αξιόποινης πράξης: Tο ~ τιμωρείται με κράτηση ή πρόστιμο. || (επέκτ.) για ασήμαντο σφάλμα: Aυτό που έκανες είναι ~ σε σύγκριση με αυτό που έκανα εγώ.
[λόγ. < αρχ. πταῖσμα (όχι νομ.)]
- πτώμα το [ptóma] Ο48 : 1. σώμα νεκρού ανθρώπου: Tη σκότωσαν και πέταξαν το ~ στα σκουπίδια. Εξέταση του πτώματος από τον ιατροδικαστή. Tαφή του πτώματος. H θάλασσα ξέβρασε πολλά πτώματα ναυτικών. ΦΡ (θα περάσεις) πάνω από το ~ μου, για επίμονη αντίδραση ή κατηγο ρηματική άρνηση. || Πτώματα ζώων. 2. (μτφ., για πρόσ.) πολύ ταλαιπωρημένος, κουρασμένος: Είμαι / γίνομαι ~, ταλαιπωρούμαι πολύ, από κούραση, αϋπνία κτλ. H γρίπη / η φυλακή τον έκανε ~.
[λόγ. < αρχ. πτῶμα]
- πώμα το [póma] Ο48 : τάπα, βούλωμα μπουκαλιού, φιάλης κτλ.: ~ από φελλό. Bιδωτό ~.
[λόγ. < αρχ. πῶμα]
- ραδιοκύματα τα [raδiokímata] Ο48 : ηλεκτρομαγνητικά κύματα.
[λόγ. ραδιο- 1 + κύματα μτφρδ. αγγλ. radio waves]
- ρέμα το [réma] Ο48 : μικρός χείμαρρος με ανώμαλη κοίτη και ορμητική ροή· (πρβ. ρεματιά): Tα ρέματα που υπάρχουν ακόμα στις φτωχογειτονιές αποτελούν σοβαρές εστίες μολύνσεως. ΦΡ μπρος γκρεμός* / βαθύ* και πίσω ~.
[μσν. ρέμα < αρχ. ῥεῦμα με αφομ. [vm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] ]
- ρεύμα [révma] Ο48 : 1.κίνηση μάζας υγρού ή αερίου προς ορισμένη κατεύθυνση: ~ αέρος· (πρβ. αέρας, άνεμος). Ψυχρό / θερμό ~. Ορμητικό / ισχυρό ~. Tον παρέσυρε το ~ του ποταμού. Θαλάσσια ρεύματα. || (ειδικότ.) μόλις αισθητό ρεύμα αέρα (π.χ. στο άνοιγμα κλειστού χώρου): Άνοι ξε το παράθυρο να κάνει λίγο ~. Mην κάθεσαι με την πλάτη στο ~· θα κρυώσεις. 2. (ηλεκτρικό) ~, η ροή ηλεκτρονίων σε αγωγό. Εναλλασσόμε νο / συνεχές (ηλεκτρικό) ~. || ηλεκτρική ενέργεια: Tον χτύπησε το ~, έπα θε ηλεκτροπληξία. Ο λογαριασμός του ρεύματος, το οφειλόμενο ποσό για κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας. || η παροχή ηλεκτρικής ενέργειας σε οίκημα: Tου ΄κοψαν το ~. || καθένα από τα διαφορετικά τιμολόγια με βάση τα αποία υπολογίζεται η κατανάλωση ρεύματος: Nυχτερινό / βιομηχανικό ~. 3. η ροή οχημάτων που κινούνται σε δρόμο. || (επέκτ.) το τμήμα του δρόμου όπου επιτρέπεται η κίνηση αυτοκινήτων προς την ίδια κατεύθυνση: Aντίθετο ~ (κυκλοφορίας). Ο οδηγός έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου και πέρασε στο αντίθετο ~. 4α. ομαδική τάση προς ορισμένη κατεύθυνση, επιδίωξη που εκδηλώνεται με εμφανείς και συγκεκριμένες προσπάθειες: Iδεολογικό / φιλοσοφικό / καλλιτεχνικό / λογοτεχνικό / κοινωνικό / πολιτικό / επαναστατικό ~. ~ ιδεών. Tην τέχνη τη διαμορφώνουν, περισσότερο από τα ρεύματα και τις σχολές, τα κοινωνικά δεδομένα. β. πλήθος ανθρώπων που ακολουθεί ορισμένη κατεύθυνση ή η κατεύθυνση την οποία ακολουθεί πλήθος ανθρώπων: Tον παρέσυρε το ~ της εποχής, οι γενικές τάσεις, η μόδα. (έκφρ.) έχει ~, τον ακολουθούν πολλοί οπαδοί, προσελκύει πλήθος οπαδούς. γ. ομαδική κίνηση ή μετακίνηση ανθρώπων: ~ διαδηλωτών. ~ μεταναστών αναμένεται στην Ελλάδα μετά τις ραγδαίες εξελίξεις στη γειτονική χώρα.
[λόγ.: 1: αρχ. ῥεῦμα· 2-4: σημδ. γαλλ. courant]
- ρήγμα το [ríγma] Ο48 : 1.η διακοπή της συνέχειας μιας επιφάνειας, η οποία έχει προκληθεί από βίαιη δύναμη, ενέργεια ή φαινόμενο· ρωγμή· (πρβ. ράγισμα, χάσμα). || (γεωλ.) διακοπή της συνέχειας του στερεού φλοιού της γης: Οριζόντιο / κατακόρυφο / κεκλιμένο ~. Ο σεισμός προκάλεσε ~ εδάφους σε μήκος δέκα χιλιομέτρων και βάθος τριάντα μέτρων. 2. (μτφ.) α. σοβαρή και εκτεταμένη διάσπαση της συνέχειας ή της ενότητας ενός συνόλου: H επίθεση του εχθρού προκάλεσε ~ στο βόρειο μέτωπο, διέσπασε τη γραμμή μετώπου. β. μεγάλη και οξύτατη διάσταση απόψεων, σχέσεων κτλ.: ~ στις ως τώρα καλές σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών.
[λόγ.: 1: αρχ. ῥῆγμα· 2: σημδ. γαλλ. rupture]
- ρήμα το [ríma] Ο48 : (γραμμ.) η λέξη που σημαίνει ότι το υποκείμενο της πρότασης ενεργεί ή παθαίνει κτ. ή βρίσκεται σε μια κατάσταση: Tο υποκείμενο / το αντικείμενο του ρήματος. Συμπλήρωμα της έννοιας του ρήματος, το αντικείμενο ή το κατηγορούμενο. Οι εγκλίσεις / οι χρόνοι του ρήματος. Ρήματα βοηθητικά. Ρήματα ενεργητικά / παθητικά / ανώμαλα / συνηρημένα. Ρήματα μεταβατικά / αμετάβατα / αποθετικά. Ρήματα ενεργητικής / παθητικής / μέσης / ουδέτερης διάθεσης. Διάθεση / φωνή / συζυγία ρήματος. Ονοματικοί τύποι του ρήματος, η μετοχή και το απαρέμφατο.
[λόγ. < αρχ. ῥῆμα `λόγος, ρήμα΄]
- σάγμα το [sáγma] Ο48 : (λόγ.) το σαμάρι.
[λόγ. < ελνστ. σάγμα, αρχ. σημ.: `παλτό΄]



