Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: Κλιτικό παράδειγμα: Ο44 (τραγούδι, τραγουδιού, τραγούδια)
1,251 items total [151 - 160]
γιούλι το [júli] Ο44 : ο μενεξές.

[*ιούλι με τροπή [i > j] (σύγκρ. γιατρός) < αρχ. ἴ(ον) -ούλι]

γιουρούσι το [jurúsi] Ο44 : (λαϊκότρ.) επίθεση, έφοδος: Έκαναν τέσσερα γιουρούσια για να πάρουνε το κάστρο.

[τουρκ. yürüyüş `επίθεση΄ και απλολ.]

γιοφύρι το [jofíri] Ο44 : (λαϊκότρ.) το γεφύρι: Tης Άρτας το ~, και ως έκφραση για έργο που δεν μπορεί να τελειώσει.

[μσν. γιοφύρι(ο)ν < ελνστ. γεφύριον ( [e > o] από επίδρ. του χειλ. [f] ) υποκορ. του αρχ. γέφυρα]

γκαζάκι το [gazáki] Ο44 : είδος καμινέτου που λειτουργεί με μικρή φιάλη υγραερίου.

[γκάζ(ι) -άκι]

γκάζι το [gázi] Ο44 : 1. φωταέριο. || (επέκτ.) το εργοστάσιο φωταερίου: Οι κάτοικοι ζήτησαν να φύγει το ~ από την περιοχή τους. 2. το πεντάλ που τροφοδοτεί τη μηχανή του αυτοκινήτου με βενζίνη: Πατάω / αφήνω το ~. Πάτα ~ να φύγουμε, ανάπτυξε ταχύτητα. (προφ.) Tέρμα τα γκάζια, για υπερβολική ταχύτητα. 3. (μτφ., λαϊκ.) επίπληξη: Kάνεις εσύ του κεφαλιού σου και μετά ακούω εγώ τα γκάζια. (έκφρ.) βάζω γκάζια σε κπ., τον επιπλήττω για κτ. που δεν έκανε.

[αντδ. < γαλλ. gaz < ολλανδ. gaz < λατ. chaos `συγκεχυμένη μάζα από όπου δημιουργήθηκε το σύμπαν΄ < αρχ. χάος `η πρώτη κατάσταση του σύμπαντος΄]

γκαρσόνι το [garsóni] Ο44 & γκαρσόν το [garsón] Ο (άκλ.) θηλ. γκαρσόνα [garsóna] Ο26 : υπάλληλος σε καφενείο, ταβέρνα, εστιατόριο κτλ. που ασχολείται με το σερβίρισμα των πελατών· σερβιτόρος: Δουλεύει ~. Γκαρσόν, το λογαριασμό!

[γαλλ. garçon -ι· λόγ. < γαλλ. garçon· γκαρσόν(ι) -α]

γκέμι το [gémi] Ο44 (συνήθ. πληθ.) : το χαλινάρι: Άφησε τα γκέμια αμολητά. Σφίγγω τα γκέμια, και ως ΦΡ περιορίζω τις ελευθερίες κάποιου.

[τουρκ. gem ]

γκεσέμι το [gesémi] Ο44 : (λαϊκότρ.) κριάρι ή τράγος που οδηγεί το κοπάδι.

[τουρκ. kösem με τροπή του αρχικού [k > g] αναλ. προς αρσ. και θηλ. με παρόμοια εναλλ.: καμήλα - γκαμήλα]

γκιούμι το [gúmi] Ο44 : μεταλλικό δοχείο με λαβή και με λαιμό που στενεύει.

[τουρκ. güğüm (χαλαρή άρθρ. του [ğ] στα τουρκ.) με απλοπ. των δύο όμ. φων.]

γλαρόνι το [γlaróni] Ο44 : 1. είδος γλάρου· χελιδόνι της θάλασσας. 2. ο μικρός γλάρος.

[γλάρ(ος) -όνι]

< Previous   1... 14 15 [16] 17 18 ...126   Next >
Go to page:Go