Dictionary of Standard Modern Greek
| 1,251 items total [1171 - 1180] | << First < Previous Next > Last >> |
- φούλι το [fúli] Ο44 : θαμνοειδές καλλωπιστικό φυτό με άσπρα λουλούδια.
[τουρκ. fulya εν. που θεωρήθηκε ουδ. πληθ.]
- φουντούκι το [fundúki] Ο44 : ο εδώδιμος καρπός της φουντουκιάς, με σκληρό περικάρπιο και ποικιλία σχημάτων: Tα φουντούκια, τα καρύδια, τα φιστίκια κτλ. λέγονται ξηροί καρποί. Σοκολάτα με ~.
[αντδ. < τουρκ. fιndιk -ι < αραβ. < ελνστ. (κάρυον) Ποντικόν `καρύδι από την περιοχή του Πόντου΄]
- φουρούσι το [furúsi] & φορούσι το [forúsi] Ο44 : ξύλινη, μεταλλική ή πέτρινη προεξοχή στερεωμένη στον τοίχο ή πρόσθετο εξάρτημα, που χρησιμεύει κυρίως ως υποστήριγμα μπαλκονιού ή γεισώματος.
[;]
- φουρφούρι το [furfúri] Ο44 : παιδικό παιχνίδι που κατασκευάζεται από χαρτί ή από άλλο ελαφρύ υλικό και περιστρέφεται με το φύσημα του αέρα· μύλος.
[τουρκ. fιrf(ιrι) (ηχομιμ.) με ταύτιση προς το επίθημα -ούρι]
- φουστάνι το [fustáni] Ο44 : 1. εξωτερικό γυναικείο ρούχο· φόρεμα: Kοντό / μακρύ / στενό / φαρδύ / γιορτινό / καθημερινό / ακριβό / φτηνό / χρωματιστό ~. Δεν είσαι άντρας εσύ, να βάλεις φουστάνια! (έκφρ.) είναι κολλημένος στο / κρέμεται από το ~ κάποιας, για άντρα εξαρτημένο και άβουλο: Είναι κολλημένος στο / κρέμεται από το ~ της μάνας του / της γυναίκας του. 2. γυναίκα, γυναίκες· ποδόγυρος: Tου αρέσει το ~. Tρέχει πίσω από το ~.
φουστανάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. [μσν. φουστάνι < βεν. αρσ. fustagno `ρούχο από χοντρό, φτηνό ύφασμα΄, πληθ. fustagni που θεωρήθηκε ουδ. εν. < μσνλατ. fustaneum μτφρδ. του ελνστ. ξύλινον `βαμβακερό΄]
- φρύδι το [fríδi] Ο44 : 1. καθεμιά από τις δύο τοξοειδείς προεξοχές του μετώπου, που βρίσκονται επάνω από την οφθαλμική κόγχη, και το τρίχωμα που τις καλύπτει: Σμιχτά / μαύρα / πυκνά / γραμμένα φρύδια. Bγάζω / τονίζω τα φρύδια μου. Σκίστηκε το ~ του και γέμισε αίματα το πρόσωπό του. Kοίταξε γύρω υπεροπτικά σηκώνοντας το δεξί του ~. 2. (μτφ.) α. η γραμμή που συνδέει τις κορυφές ενός βουνού, ενός ορεινού συγκροτήματος, κορυφογραμμή. β. το χείλος τάφρου, γκρεμού, απότομου βράχου κτλ.: Ο δρόμος ήταν χαραγμένος στο ~ του τεράστιου βράχου.
[μσν. φρύδι < ελνστ. ὀφρύδιον υποκορ. του αρχ. ὀφρῦς ἡ με αποφυγή της χασμ. και αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με το άρθρο]
- φτερνιστήρι το [fternistíri] Ο44 : (λαϊκότρ.) το σπιρούνι.
[μσν. πτερνιστήριον (αποφυγή της χασμ. και ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ) υποκορ. του πτερνιστήρ < ελνστ. πτερνισ- (πτερνίζω) `χτυπώ με τη φτέρνα΄ -τήρ]
- φτιασίδι το [ftxasíδi] Ο44 : 1. (προφ., συνήθ. αρνητ.) καλλυντικό, ιδίως για πρόσωπο: Bάζει στο πρόσωπό της ένα σωρό φτιασίδια. 2. (μτφ.) στολίδι, διακοσμητικό στοιχείο που είναι περιττό ή που αλλοιώνει, κρύβει την πραγματικότητα: Mιλάει χωρίς φτιασίδια.
[ίσως υποκορ. του μσν. ευθείασις < ευθεια- (ευθειάζω) `διορθώνω΄ (δες στο φτιάχνω) -σις > -ση ή < ελνστ. φύκιον (υποκορ. του αρχ. φῦκος) `φύκι, κοκκινάδι για τα χείλια παραγόμενο από φύκια΄ > ελνστ. φυκίασ(ις) `καλλυντικό΄ (πρβ. ελνστ. φυκῶ `φτιασιδώνω΄) -ίδιον > *φκιασίδιον με συγκ. του άτ. [i] και παρετυμ. φτιάνω]
- φτυάρι το [ftxári] Ο44 : εργαλείο που αποτελείται από ένα πλατύ (συνήθ. μεταλλικό), λεπτό και ελαφρά βαθουλωμένο στο μέσο έλασμα, προσαρμοσμένο σταθερά σε μια μακριά (συνήθ. ξύλινη) λαβή και που χρησιμοποιείται κυρίως για τη μετατόπιση υλικών, όπως το χώμα, η άμμος, η λάσπη κτλ. και σπανιότερα για ανακάτεμα ή για σκάψιμο: Ο ένας έσκαβε το λάκκο κι ο άλλος πετούσε τα χώματα έξω με το ~. Kαθάριζαν με φτυάρια το χιόνι απ΄ τους δρόμους. Xέρια μακριά σαν φτιάρια. || (ειδικότ.) μακρύ ξύλο που καταλήγει σε πλατύ άκρο και που χρησιμοποιείται στους φούρνους για το φούρνισμα του ψωμιού.
φτυαράκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. φτυάρι < ελνστ. πτυάριον (αποφυγή της χασμ. και ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ) υποκορ. του αρχ. πτύον]
- φύκι το [fíki] Ο44 (συχνά πληθ.) : κλάδος υδρόβιων φυτών (σπανιότ. του γλυκού νερού) με διάφορα χρώματα και με ποικίλα σχήματα (συνηθέστερο αυτό της ταινίας): H θάλασσα έβγαλε πολλά φύκια στην παραλία. Mερικές ποικιλίες φυκιών χρησιμοποιούνται ως τροφή. ΦΡ πουλάει φύκια για μεταξωτές κορδέλες, παρουσιάζει, πλασάρει ως σημαντικό, πολύτιμο κτ. το ασήμαντο, το ευτελές.
[αρχ. φύκιον με αποφυγή της χασμ.]



